Η Αγγλία έκανε την είσοδό της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, στο πλευρό της Γαλλίας και της Ρωσίας (Τριπλή Συνεννόηση). Ο Πόλεμος ξεσπάει και αναστατώνει τη μέχρι τότε ήρεμη ζωή του Τόλκιν. Οι συγγενείς του εξεπλάγησαν όταν εκείνος δεν εντάχθηκε εθελοντικά αμέσως στον Βρετανικό Στρατό.
Αντί αυτού ξεκίνησε ένα πρόγραμμα, το οποίο καθυστερούσε την ένταξή του στον στρατό, μέχρι να παραλάβει το πτυχίο του, τον Ιούλιο του 1915. Παρόλα αυτά, υπηρέτησε στους Τυφεκιοφόρους του Λάνκασάιρ ως Ανθυπολοχαγός, αφού πρώτα εκπαιδεύτηκε, για 11 μήνες, στο 13ο Τάγμα (Εφέδρων), στο Cannock Chase, του Στάφορντσαιρ.
Σε μια επιστολή του προς την Ήντιθ έγραψε με παράπονο:
Οι Κύριοι σπανίζουν μεταξύ των ιεραρχικά ανωτέρων σου, ακόμα και τα ανθρώπινα όντα είναι, πράγματι, σπάνια.
Κατόπιν μεταφέρθηκε στο 11ο Τάγμα (Υποστηρίξεως), με τη Βρετανική εξερευνητική δύναμη και έφτασαν στη Γαλλία, στις 4 Ιουνίου 1916. Η αποχώρηση του από την Αγγλία έγινε σε ένα μεταγωγικό, στο οποίο εμπνεύστηκε ένα ποίημά του, το Lonely Isle.Ο Τόλκιν έγραψε αργότερα:
Οι νεοσύλλεκτοι αξιωματικοί πέφτανε 12 σε κάθε λεπτό. Βεβαίως, το να βρίσκομαι χωριστά από τη γυναίκα μου... ήταν κι αυτό σαν το θάνατο.
Στις 5 Ιουνίου του 1916 αποβιβάστηκε με ένα μεταγωγικό στο Καλαί, σε ένα ολονύχτιο ταξίδι. Ο Τόλκιν, όπως και άλλοι στρατιώτες, φτάσανε για πρώτη φορά εκεί πέρα και, στη συνέχεια, στάλθηκαν στη Βρετανική Εξερευνητική Δύναμη, που ειχε τη βάση της στο Έταπλε.
Κατεστραμένα σπίτια, κατά τη διάκρεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην περιοχή του Αμιέν, περιοχή στην οποία, ο Τόλκιν είχε μετατεθεί, από το Έταπλε. |
Στις 7 Ιουνίου, πληροφορήθηκε ότι του ανατέθηκε το πόστου του Αξιωματικού Σημάτων, στο 11η Τάγμα των Τυφεκιοφόρων του Λάνκασιρ, το οποίο είχε αποδεκατστεί από τη σφοδρή Μάχη του Βίμι Ριντζ. Παράλληλα, πέφτει σε πλήξη, καθώς βρισκόταν σε αναμονή για μετάθεση.
Για να περάσει, λοιπόν, την ώρα του, ξεκίνησε να γράφει το ποίημα «The Lonely Isle», το οποίο, εμφανώς, εμπνεύστηκε από το ταξίδι του στη θάλασσα, προς το Καλαί. Ο Τόλκιν, προκειμένου να αποφύγει τη λογοκρισία, που υπήρχε στις ταχυδρομικές επιστολές, από τον Βρετανικό Στρατό, ξεκίνησε να αναπτύσσει έναν κώδικα με τελείες, ώστε να πληροφορεί την Ήντιθ για τις θέσεις του.
Έφυγε από το Έταπλε στις 27 Ιουνίου του 1916 και εντάχθηκε στη νέα του μονάδα στο Ρουμπεπρέ, κοντά στο Αμιάν.
Εκεί βρέθηκε να διοικεί και να στρατολογεί άνδρες από την περιοχή του Λανκασίρ, που οι περισσότεροι εξ αυτών ασχολούνταν με την εξόρυξη, την άλεση και την ύφανση.
Σύμφωνα με τον Τζων Γκαρθ, αισθάνθηκε ότι «αυτοί οι εργάτες ήταν οικείοι του, αλλά βάσει του στρατιωτικού πρωτοκόλλου, δεν μπορούσε να αναπτύξει δεσμούς φιλίας με αυτούς τους ανθρώπους. Αντίθετα, θα έπρεπε να του πειθαρχήσει και να αναλάβει την εκπαίδευσή τους, αλλά και να λογοκρίνει τις επιστολές τους. Και ει δυνατόν, να τους εμπνεύσει αγάπη και αφοσίωση».Ο Τόλκιν, αργότερα, με είπε με οδυρμό ότι η πιο ακατάλληλη δουλειά για τον κάθε άνθρωπο... είναι να διευθύνει τους άλλους ανθρώπους. Ούτε μία στο εκατομμύριο δεν είναι κατάλληλο κάτι τέτοιο, ειδικότερα για αυτούς επιζητούν ευκαιρίες.
«Σε κάποια από τις περιπτώσεις, πέρασα τη νύχτα με τον Αξιωματικό, που ήταν υπεύθυνος για τα πολυβόλα στην Ταξιαρχία, και με έναν Αξιωματικό Ασυρματιστή, σε ένα από τα κατειλημμένα γερμανικά χαρακώματα ... Ξαπλώσαμε σε πολύ άβολο μέρος, ελπίζοντας ότι θα μας πάρει ο ύπνος τη νύχτα, αλλά δε συνέβη έτσι. Με το που ξαπλώσαμε, «ορδές» ψειρών, εμφανίστηκαν. Έτσι κι εμείς κατευθυνθήκαμε αμέσως στον Ιατρό, ο οποίος ήταν κι αυτός εκεί στα χαρακώματα, με τον εξοπλισμό του, και μας έδωσε μια αλοιφή, για την οποία μας βεβαίωσε ότι θα κρατούσε μακρυά αυτά τα «κτήνη». Αλειφθήκαμε, παντού, με αυτό και ξαπλώσαμε πάλι, έχοντας μεγαλύτερες προσδοκίες αυτή τη φορά, αλλά δε συνέβη έτσι, επειδή, αντί να τα αποθαρρύνει, φάνηκε να αποτελεί έναν είδος «μεζέ» για αυτούς, τους μικρούς ζητιάνους, των οποίων η όρεξη, για συμπόσιο, επανήλθε δριμύτερη.»
Τις ώρες της μάχης, το μυαλό του Τόλκιν πήγαινε συνεχώς στην Ήντιθ. Φοβόταν ότι ανά πάσα στιγμή θα χτυπούσαν την πόρτα της και θα της ανακοίνωναν πως είναι χήρα. Για να αποφευχθεί η Ταχυδρομική Λογοκρισία του Βρετανικού Στρατού, οι Τόλκιν, ανέπτυξαν ένα μυστικό κώδικα για τις επιστολές τους, που θα έστελνε πίσω στο σπίτι. Με τη χρήση, λοιπόν, του κώδικα, ο Τόλκιν, μπορούσε να ενημερώνει την Ήντιθ για τις κινήσεις του στο χάρτη, στο Δυτικό Μέτωπο.
Στις 27 Οκτωβρίου 1916, ενόσω το Τάγμα του πραγματοποιούσε επίθεση στο Regina Trench, προσβλήθηκε με τον πυρετό των χαρακωμάτων, μια ασθένεια που προήλθε από τις ψείρες και η οποία ήταν κοινή για τα χαρακώματα. Κατόπιν, μεταφέρθηκε στην Αγγλία, στις 8 Νοεμβρίου 1916. Πολλοί όμως από τους πιο αγαπημένους του φίλους, δεν είχαν την ίδια τύχη και σκοτώθηκαν σε εκείνον τον Πόλεμο. Μεταξύ των οποίων και μέλη του T.C.B.S., όπως ο Ρομπ Γκίμπσον, που σκοτώθηκε την πρώτη μέρα στο Σομμ, ενώ ηγούνταν τους άντρες του στην επίθεση του Beaumont Hamel. Ο φίλος του και μέλος του T.C.B.S., Τζόφρυ Σμιθ, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της ίδιας μάχης από το Γερμανικό πυροβολικό, καθώς μια οβίδα προσγειώθηκε στο σταθμό πρώτων βοηθειών. Μετά την επιστροφή του Τόλκιν στην Αγγλία, το Τάγμα του, είχε σχεδόν εξαλειφθεί.
Ο Τόλκιν, πιθανώς, να είχε διαπράξει αυτοκτονία, αλλά υπέφερε από διάφορα προβλήματα υγείας και τον μετακινούσαν συχνά από τα πεδία των μαχών. Καταπονημένος και αδυνατισμένος, πέρασε το υπόλοιπο της θητείας του στα νοσοκομεία και στη φρουρά, που κρινόταν ακατάλληλος, λόγω υγείας.
Κατά τη διάκρεια της αποθεραπείας του, κι ενώ διέμενε σε ένα αγρόκτημα στο Λιττλ Χόλυγουντ του Στάφορντσιρ, ξεκίνησε να δουλεύει σε κάτι, το οποίο ονόμασε Το Βιβλίο των Χαμένων Ιστοριών, ξεκινώντας με την Πτώση της Γκοντόλλιν. Καθόλη τη διάρκεια του 1917 και του 1918, η ασθένεια του δεν τον εγκατέλειψε, όμως είχε αναρρώσει αρκετά, ώστε να μπορεί να κάνει την υπηρεσία του στο σπίτι, ενώ προήχθει και στον βαθμό του Ανθυπασπιστή. Ήταν, επίσης, και η εποχή που η Ήντιθ γέννησε το πρώτο τους παιδί τον Τζων Φράνσις Ρόιελ Τόλκιν. Σε ένα γράμμα, το 1941 προς τον γιο του Μάικλ, περιέγραψε αυτά τα γεγονότα:
«...(έμεινε έγκυος και κυοφορούσε στη διάρκεια της χρονιάς της πείνας, το 1917 και της μεγάλης επιχείρησης των γερμανικών υποβρυχίων) την περίοδο της Μάχης του Καμπρέ, τότε που το τέλος του πολέμου φαινόταν τόσο μακρινό όσο και τώρα.»
Όταν, αργότερα, τον τοποθέτησαν στο Κίνγκστον απόν Χαλ, αυτός και η Ήντιθ πήγανε για περπάτημα μέσα στο δάσος, κοντά στην περιοχή του Ρους, τότε η εκείνη ξεκίνησε να του χορεύει σε ένα ξέφωτο, ανάμεσα σε ανθισμένα φυτά. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, το 1971, ο Τόλκιν θυμάται:
«Πότε δεν αποκάλεσα την Ήντιθ Λούθιεν — αλλά αυτή ήταν η πηγή της ιστιρίας που, αργότερα, αποτέλεσε το κύριο μέρος του Σιλμαρίλλιον. Αρχικά την εμπνεύστηκα σ' ένα μικρό ξέφωτος του δάσους, γεμάτο ανθισμένα κώνεια, στο Ρους Γιόρκσάιρ (όπου ήμουν επικεφαλής ενός προκεχωρημένου φυλακίου της Φρουρας Χάμπερ το 1917 και τα είχε καταφέρει να είναι για λίγο μαζί μου). Τοτε τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα κορακίσια, η επιδερμίδα της αψεγάδιαστη και τα μάτια της πιο λαμπερά απ' ό,τι τα έχεις δει ποτέ σου. Μπορούσε να τραγουδά — και να χορεύει. Αλλά η ιστορία τελείωσε κι απέμεινα εγώ, και εγώ δεν μπορώ να παρακαλέσω τον ανένδοτο Μάντος.»
Αυτό το περιστατικό φαίνεται ενέπνευσε τη συνάντηση του Μπέρεν και Λούθιεν.
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πρώτη δουλειά του, ως πολίτης πλέον, ήταν στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, όπου κυρίως εργαζόταν στην ιστορία και στην ετυμολογία λέξεων γερμανικής προέλευσης, ξεκινώντας με το γράμμα W. Το 1920, έγινε ο νεότερος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, αφού ανέλαβε τη θέση του Ρίντερ (ακαδημαϊκός βαθμός) της αγγλικής γλώσσας. Ενώ βρισκόταν στο Λιντς, δημιούργησε «Ένα Λεξικό της Μέσης Αγγλικής» και μία έκδοση ορισμών του έργου «Ο Σερ Γκανιάν και ο Πράσινος Ιππότης» μαζί με τον Ε.Β. Γκόρντον —και οι δυο δουλέψαν πολλές δεκαετίες ως ακαδημαικοί. Το 1925, επέστρεψε στην Οξφόρδη, ως καθηγητής της Αγγλοσαξονικής, στο Κολλέγιο Πέμπροκ.
Κατά την παραμονή του στο Κολλέγιο του Πέμπροκ συνέγραψε το «Χόμπιτ', και τους δύο πρώτους τόμους του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών", ενώ ζούσε στη Νόρθμουρ Ρόουντ 20, στη Βόρεια Οξφόρδη.
Στις αρχές του 1920, δεσμεύθηκε να ξεκινήσει τη μετάφραση του Μπέογουλφ, τελειώνοντάς την, μάλιστα, το 1926. Έργο που, όμως, ποτέ δε δημοσίευσε. Παρόλα αυτά, το έργο αυτό επεξεργάστηκε και εξεδόθη, το 2014, δηλαδή σχεδόν 40 χρόνια μετά τον θάνατο του Τόλκιν και 90 χρόνια, αφού το ολοκλήρωσε.
Δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της μετάφρασης, έδωσε μία άκρως αναγνωρισμένη διάλεξη, έργο που ονομάστηκε «Beowulf: The Monsters and the Critics», το οποίο επηρέασε τους κατοπινούς μελετητές του Μπέογουλφ.
Ο Λούις Ι. Νίκολσον, δήλωσε ότι το άρθρο που έγραψε ο Τόλκιν είναι «ευρέως αναγνωρίσιμο ως καταλύτης στην κριτική του Μπέογουλφ», σημειώνοντας ότι καθιέρωσε την υπεροχή της ποιητικής φύσης του έργου, παρά τα αμιγώς γλωσσολογικά του στοιχεία. Οι λόγιοι της εποχής, επέκριναν το έργο Μπέογουλφ, καθώς υποστήριζαν ότι πρόκειται πιο πολύ για ένα παιδαριώδες ανάγνωσμα και μάχες με τέρατα, παρά ένα ποίημα με μία ρεαλιστική απεικόνιση φυλετικών μαχών. Ο Τόλκιν διαφώνησε σε αυτό, λέγοντας ότι το ποίημα αναφέρεται, γενικότερα, στη μοίρα του ανθρώπου παρά στις φυλετικές μάχες, συμπληρώνοντας ότι τα τέρατα ήταν απαραίτητα για το ποίημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.