Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Τόλκιν: Ο ακαδημαϊκός που μας εισήγαγε στον κόσμο του φανταστικού. (Β΄Μέρος)



Επιμέλεια: Γιώτα Χουλιάρα



Η Αγγλία έκανε την είσοδό της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, στο πλευρό της Γαλλίας και της Ρωσίας (Τριπλή Συνεννόηση). Ο Πόλεμος ξεσπάει και αναστατώνει τη μέχρι τότε ήρεμη ζωή του Τόλκιν. Οι συγγενείς του  εξεπλάγησαν όταν εκείνος δεν εντάχθηκε εθελοντικά αμέσως στον Βρετανικό Στρατό.


 Αντί αυτού ξεκίνησε ένα πρόγραμμα, το οποίο καθυστερούσε την ένταξή του στον στρατό, μέχρι να παραλάβει το πτυχίο του, τον Ιούλιο του 1915. Παρόλα αυτά, υπηρέτησε στους Τυφεκιοφόρους του Λάνκασάιρ ως Ανθυπολοχαγός, αφού πρώτα εκπαιδεύτηκε, για 11 μήνες, στο 13ο Τάγμα (Εφέδρων), στο Cannock Chase, του Στάφορντσαιρ.


 Σε μια επιστολή του προς την Ήντιθ έγραψε με παράπονο:

Οι Κύριοι σπανίζουν μεταξύ των ιεραρχικά ανωτέρων σου, ακόμα και τα ανθρώπινα όντα είναι, πράγματι, σπάνια.

Κατόπιν μεταφέρθηκε στο 11ο Τάγμα (Υποστηρίξεως), με τη Βρετανική εξερευνητική δύναμη και έφτασαν στη Γαλλία, στις 4 Ιουνίου 1916. Η αποχώρηση του από την Αγγλία έγινε σε ένα μεταγωγικό, στο οποίο εμπνεύστηκε ένα ποίημά του, το Lonely Isle.Ο Τόλκιν έγραψε αργότερα:

Οι νεοσύλλεκτοι αξιωματικοί πέφτανε 12 σε κάθε λεπτό. Βεβαίως, το να βρίσκομαι χωριστά από τη γυναίκα μου... ήταν κι αυτό σαν το θάνατο.





Στις 5 Ιουνίου του 1916 αποβιβάστηκε με ένα μεταγωγικό στο Καλαί, σε ένα ολονύχτιο ταξίδι. Ο Τόλκιν, όπως και άλλοι στρατιώτες, φτάσανε για πρώτη φορά εκεί πέρα και, στη συνέχεια, στάλθηκαν στη Βρετανική Εξερευνητική Δύναμη, που ειχε τη βάση της στο Έταπλε.

Κατεστραμένα σπίτια, κατά τη διάκρεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην περιοχή του Αμιέν, περιοχή στην οποία, ο Τόλκιν είχε μετατεθεί, από το Έταπλε.


Στις 7 Ιουνίου,  πληροφορήθηκε ότι του ανατέθηκε το πόστου του Αξιωματικού Σημάτων, στο 11η Τάγμα των Τυφεκιοφόρων του Λάνκασιρ, το οποίο είχε αποδεκατστεί από τη σφοδρή Μάχη του Βίμι Ριντζ. Παράλληλα, πέφτει σε πλήξη, καθώς βρισκόταν σε αναμονή για μετάθεση.

Για να περάσει, λοιπόν, την ώρα του, ξεκίνησε να γράφει το ποίημα 
«The Lonely Isle», το οποίο, εμφανώς, εμπνεύστηκε από το ταξίδι του στη θάλασσα, προς το Καλαί. Ο Τόλκιν, προκειμένου να αποφύγει τη λογοκρισία, που υπήρχε στις ταχυδρομικές επιστολές, από τον Βρετανικό Στρατό, ξεκίνησε να αναπτύσσει έναν κώδικα με τελείες, ώστε να πληροφορεί την Ήντιθ για τις θέσεις του.

Έφυγε από το Έταπλε στις 27 Ιουνίου του 1916 και εντάχθηκε στη νέα του μονάδα στο Ρουμπεπρέ, κοντά στο Αμιάν.

Εκεί βρέθηκε να διοικεί και να στρατολογεί άνδρες από την περιοχή του Λανκασίρ, που οι περισσότεροι εξ αυτών ασχολούνταν με την εξόρυξη, την άλεση και την ύφανση.

Σύμφωνα με τον Τζων Γκαρθ, αισθάνθηκε ότι 
«αυτοί οι εργάτες ήταν οικείοι του, αλλά βάσει του στρατιωτικού πρωτοκόλλου, δεν μπορούσε να αναπτύξει δεσμούς φιλίας με αυτούς τους ανθρώπους. Αντίθετα, θα έπρεπε να του πειθαρχήσει και να αναλάβει την εκπαίδευσή τους, αλλά και να λογοκρίνει τις επιστολές τους. Και ει δυνατόν, να τους εμπνεύσει αγάπη και αφοσίωση».Ο Τόλκιν, αργότερα, με είπε με οδυρμό ότι η πιο ακατάλληλη δουλειά για τον κάθε άνθρωπο... είναι να διευθύνει τους άλλους ανθρώπους. Ούτε μία στο εκατομμύριο δεν είναι κατάλληλο κάτι τέτοιο, ειδικότερα για αυτούς επιζητούν ευκαιρίες.

Μετά την εκπαίδευση του, ως Αξιωματικός Ασυρματιστής, κατέφθασε στο Σομμ. Ευρέθη όπισθεν της γραμμής του Bouzincourt και συμμετείχε στην επίθεση στο Schwaben Redoubt και στη Λειψία. Σύμφωνα, με τα απομνημονεύματα του Αιδεσιμότατου Μέρβυν Σ. Έβερς:

«Σε κάποια από τις περιπτώσεις, πέρασα τη νύχτα με τον Αξιωματικό, που ήταν υπεύθυνος για τα πολυβόλα στην Ταξιαρχία, και με έναν Αξιωματικό Ασυρματιστή, σε ένα από τα κατειλημμένα γερμανικά χαρακώματα ... Ξαπλώσαμε σε πολύ άβολο μέρος, ελπίζοντας ότι θα μας πάρει ο ύπνος τη νύχτα, αλλά δε συνέβη έτσι. Με το που ξαπλώσαμε, «ορδές» ψειρών, εμφανίστηκαν. Έτσι κι εμείς κατευθυνθήκαμε αμέσως στον Ιατρό, ο οποίος ήταν κι αυτός εκεί στα χαρακώματα, με τον εξοπλισμό του, και μας έδωσε μια αλοιφή, για την οποία μας βεβαίωσε ότι θα κρατούσε μακρυά αυτά τα «κτήνη». Αλειφθήκαμε, παντού, με αυτό και ξαπλώσαμε πάλι, έχοντας μεγαλύτερες προσδοκίες αυτή τη φορά, αλλά δε συνέβη έτσι, επειδή, αντί να τα αποθαρρύνει, φάνηκε να αποτελεί έναν είδος «μεζέ» για αυτούς, τους μικρούς ζητιάνους, των οποίων η όρεξη, για συμπόσιο, επανήλθε δριμύτερη.»

Τις ώρες της μάχης, το μυαλό του Τόλκιν πήγαινε συνεχώς στην Ήντιθ. Φοβόταν ότι ανά πάσα στιγμή θα χτυπούσαν την πόρτα της και θα της ανακοίνωναν πως είναι χήρα. Για να αποφευχθεί η Ταχυδρομική Λογοκρισία του Βρετανικού Στρατού, οι Τόλκιν, ανέπτυξαν ένα μυστικό κώδικα για τις επιστολές τους, που θα έστελνε πίσω στο σπίτι. Με τη χρήση, λοιπόν, του κώδικα, ο Τόλκιν, μπορούσε να ενημερώνει την Ήντιθ για τις κινήσεις του στο χάρτη, στο Δυτικό Μέτωπο.

Στις 27 Οκτωβρίου 1916, ενόσω το Τάγμα του πραγματοποιούσε επίθεση στο Regina Trench, προσβλήθηκε με τον πυρετό των χαρακωμάτων, μια ασθένεια που προήλθε από τις ψείρες και η οποία ήταν κοινή για τα χαρακώματα. Κατόπιν, μεταφέρθηκε στην Αγγλία, στις 8 Νοεμβρίου 1916. Πολλοί όμως από τους πιο αγαπημένους του φίλους, δεν είχαν την ίδια τύχη και σκοτώθηκαν σε εκείνον τον Πόλεμο. Μεταξύ των οποίων και μέλη του T.C.B.S., όπως ο Ρομπ Γκίμπσον, που σκοτώθηκε την πρώτη μέρα στο Σομμ, ενώ ηγούνταν τους άντρες του στην επίθεση του Beaumont Hamel. Ο φίλος του και μέλος του T.C.B.S., Τζόφρυ Σμιθ, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της ίδιας μάχης από το Γερμανικό πυροβολικό, καθώς μια οβίδα προσγειώθηκε στο σταθμό πρώτων βοηθειών. Μετά την επιστροφή του Τόλκιν στην Αγγλία, το Τάγμα του, είχε σχεδόν εξαλειφθεί.

Ο Τόλκιν, πιθανώς, να είχε διαπράξει αυτοκτονία, αλλά υπέφερε από διάφορα προβλήματα υγείας και τον μετακινούσαν συχνά από τα πεδία των μαχών. Κ
αταπονημένος και αδυνατισμένος, πέρασε το υπόλοιπο της θητείας του στα νοσοκομεία και στη φρουρά, που κρινόταν ακατάλληλος, λόγω υγείας.

Κατά τη διάκρεια της αποθεραπείας του, κι ενώ διέμενε σε ένα αγρόκτημα στο Λιττλ Χόλυγουντ του Στάφορντσιρ, ξεκίνησε να δουλεύει σε κάτι, το οποίο ονόμασε Το Βιβλίο των Χαμένων Ιστοριών, ξεκινώντας με την Πτώση της Γκοντόλλιν. Καθόλη τη διάρκεια του 1917 και του 1918, η ασθένεια του δεν τον εγκατέλειψε, όμως είχε αναρρώσει αρκετά, ώστε να μπορεί να κάνει την υπηρεσία του στο σπίτι, ενώ προήχθει και στον βαθμό του Ανθυπασπιστή. Ήταν, επίσης, και η εποχή που η Ήντιθ γέννησε το πρώτο τους παιδί τον Τζων Φράνσις Ρόιελ Τόλκιν. Σε ένα γράμμα, το 1941 προς τον γιο του Μάικλ, περιέγραψε αυτά τα γεγονότα:

«...(έμεινε έγκυος και κυοφορούσε στη διάρκεια της χρονιάς της πείνας, το 1917 και της μεγάλης επιχείρησης των γερμανικών υποβρυχίων) την περίοδο της Μάχης του Καμπρέ, τότε που το τέλος του πολέμου φαινόταν τόσο μακρινό όσο και τώρα.»

Όταν, αργότερα, τον τοποθέτησαν στο Κίνγκστον απόν Χαλ, αυτός και η Ήντιθ πήγανε για περπάτημα μέσα στο δάσος, κοντά στην περιοχή του Ρους, τότε η εκείνη ξεκίνησε να του χορεύει σε ένα ξέφωτο, ανάμεσα σε ανθισμένα φυτά. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, το 1971, ο Τόλκιν θυμάται:

«Πότε δεν αποκάλεσα την Ήντιθ Λούθιεν — αλλά αυτή ήταν η πηγή της ιστιρίας που, αργότερα, αποτέλεσε το κύριο μέρος του Σιλμαρίλλιον. Αρχικά την εμπνεύστηκα σ' ένα μικρό ξέφωτος του δάσους, γεμάτο ανθισμένα κώνεια, στο Ρους Γιόρκσάιρ (όπου ήμουν επικεφαλής ενός προκεχωρημένου φυλακίου της Φρουρας Χάμπερ το 1917 και τα είχε καταφέρει να είναι για λίγο μαζί μου). Τοτε τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα κορακίσια, η επιδερμίδα της αψεγάδιαστη και τα μάτια της πιο λαμπερά απ' ό,τι τα έχεις δει ποτέ σου. Μπορούσε να τραγουδά — και να χορεύει. Αλλά η ιστορία τελείωσε κι απέμεινα εγώ, και εγώ δεν μπορώ να παρακαλέσω τον ανένδοτο Μάντος.»

Αυτό το περιστατικό φαίνεται ενέπνευσε τη συνάντηση του Μπέρεν και Λούθιεν.





Αρχή της συγγραφικής καριέρας



Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πρώτη δουλειά του, ως πολίτης πλέον, ήταν στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, όπου κυρίως εργαζόταν στην ιστορία και στην ετυμολογία λέξεων γερμανικής προέλευσης, ξεκινώντας με το γράμμα W. Το 1920, έγινε ο νεότερος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, αφού ανέλαβε τη θέση του Ρίντερ (ακαδημαϊκός βαθμός) της αγγλικής γλώσσας. Ενώ βρισκόταν στο Λιντς, δημιούργησε
«Ένα Λεξικό της Μέσης Αγγλικής» και μία έκδοση ορισμών του έργου «Ο Σερ Γκανιάν και ο Πράσινος Ιππότης» μαζί με τον Ε.Β. Γκόρντον —και οι δυο δουλέψαν πολλές δεκαετίες ως ακαδημαικοί. Το 1925, επέστρεψε στην Οξφόρδη, ως καθηγητής της Αγγλοσαξονικής, στο Κολλέγιο Πέμπροκ.

Κατά την παραμονή του στο Κολλέγιο του Πέμπροκ συνέγραψε το
«Χόμπιτ', και τους δύο πρώτους τόμους του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών", ενώ ζούσε στη Νόρθμουρ Ρόουντ 20, στη Βόρεια Οξφόρδη.

Στις αρχές του 1920,  δεσμεύθηκε να ξεκινήσει τη μετάφραση του Μπέογουλφ, τελειώνοντάς την, μάλιστα, το 1926. Έργο που, όμως, ποτέ δε δημοσίευσε. Παρόλα αυτά, το έργο αυτό επεξεργάστηκε και εξεδόθη, το 2014, δηλαδή σχεδόν 40 χρόνια μετά τον θάνατο του Τόλκιν και 90 χρόνια, αφού το ολοκλήρωσε.

Δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της μετάφρασης, έδωσε μία άκρως αναγνωρισμένη διάλεξη, έργο που ονομάστηκε
«Beowulf: The Monsters and the Critics», το οποίο επηρέασε τους κατοπινούς μελετητές του Μπέογουλφ.




Ο Λούις Ι. Νίκολσον, δήλωσε ότι το άρθρο που έγραψε ο Τόλκιν είναι «ευρέως αναγνωρίσιμο ως καταλύτης στην κριτική του Μπέογουλφ», σημειώνοντας ότι καθιέρωσε την υπεροχή της ποιητικής φύσης του έργου, παρά τα αμιγώς γλωσσολογικά του στοιχεία. Οι λόγιοι της εποχής, επέκριναν το έργο Μπέογουλφ, καθώς υποστήριζαν ότι πρόκειται πιο πολύ για ένα παιδαριώδες ανάγνωσμα και μάχες με τέρατα, παρά ένα ποίημα με μία ρεαλιστική απεικόνιση φυλετικών μαχών. Ο Τόλκιν διαφώνησε σε αυτό, λέγοντας ότι το ποίημα αναφέρεται, γενικότερα, στη μοίρα του ανθρώπου παρά στις φυλετικές μάχες, συμπληρώνοντας ότι τα τέρατα ήταν απαραίτητα για το ποίημα.

                                                                    Η πρώτη σελίδα του Μπέογουλφ





Το 1938, ο γερμανικός εκδοτικός οίκος «Rütten & Loening Verlag» ήθελε να εκδόσει το «Χόμπιτ» στη Γερμανία, αλλά πριν το κάνει αυτό, έπρεπε να σιγουρευτεί ότι ο Τόλκιν ανήκε στην άρια φυλή. Του έστειλαν ένα γράμμα ρωτώντας τον ακριβώς αυτό και ο Τόλκιν, που χαρακτήριζε τη θεωρία περί ανώτερης φυλής ως κακοήθη και αντιεπιστημονική, έγινε έξω φρενών. Έστειλε δύο διαφορετικές απαντήσεις στον εκδότη του, μία πιο ήπια και μία πιο υβριστική και του είπε να στείλει όποια ήθελε. Ο εκδότης του έστειλε την πρώτη και η «εξαγριωμένη» επιστολή έμεινε πίσω. Ο Τόλκιν είχε αποκαλέσει τον Χίτλερ ο βλάκας με την κόκκινη μούρη.



“25 Ιουλίου 193820, Northmoor Road, Οξφόρδη


Αγαπητοί Κύριοι,


Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας. Λυπάμαι αλλά δεν μου είναι διόλου σαφές τι ακριβώς εννοείτε με τον όρο «arisch».Δεν είμαι Αρίας καταγωγής, ήτοι Ινδο-ιρανικής· εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, κανείς από τους προγόνους μου δεν μιλούσε σανσκριτικά, περσικά, ρομανί ή άλλη συγγενική διάλεκτο. Εάν πάλι αυτό που εννοείτε με την ερώτησή σας είναι το εάν είμαι Εβραϊκής καταγωγής, η μόνη απάντηση που μπορώ να σας δώσω είναι πως, δυστυχώς, κατά τα φαινόμενα, δεν είχα την τύχη να έχω προγόνους που να ανήκουν σε αυτόν τον προικισμένο λαό.
Ο προ-προπάππους μου ήρθε στην Αγγλία τον δέκατο όγδοο αιώνα από τη Γερμανία: ως επί το πλείστον, συνεπώς, είμαι αμιγώς αγγλικής καταγωγής και είμαι Άγγλος υπήκοος – φυσιολογικά, θα έπρεπε αυτό να μου είναι αρκετό. Παρ’ όλα ταύτα, έμαθα με τον καιρό να είμαι περήφανος και για το γερμανικό μου όνομα, και, μάλιστα, να συνεχίσω να αισθάνομαι έτσι ακόμα και κατά τη διάρκεια του τελευταίου ατυχούς πολέμου, παρότι υπηρετούσα στον αγγλικό στρατό. Δεν μπορώ, όμως, να μην παρατηρήσω ότι σε περίπτωση που τέτοιου είδους ασεβείς και άσχετες ερωτήσεις όπως αυτή που μου απευθύνατε, γίνουν κανόνας σε ζητήματα λογοτεχνίας, δε θα αργήσει καθόλου να έρθει η στιγμή που το γερμανικό μου όνομα θα πάψει να αποτελεί λόγο για να είμαι περήφανος.


Δεν αμφιβάλλω ότι η ερώτηση μού έγινε σε συμμόρφωση προς τους νόμους της χώρας σας, βρίσκω όμως ότι η εφαρμογή τους εκτός των συνόρων της, σε υπήκοο άλλης χώρας, θα ήταν ανάρμοστη, ακόμα και αν η ίδια η ερώτηση είχε (που δεν έχει) την παραμικρή σχέση με τις αρετές του συγγράματός μου ή με την εμπορευσιμότητά του, δυο ζητήματα για τα οποία είναι προφανές πως έχετε καταλήξει χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξετε στις «καταβολές» μου.
Ευελπιστώντας πως η παρούσα απάντηση θα σας ικανοποιήσει,διατελώ με εκτίμηση,


J.R.R. Tolkien”

Η συνέχεια της ιστορίας του έπους φαντασίας «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών" όμως διακόπηκε από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που ξέσπασε και επηρέασε για μια ακόμα φορά τα γραπτά του Τόλκιν.


«Σ’ αυτόν το πόλεμο, τρέφω μια βαθιά προσωπική απέχθεια γι’ αυτόν τον κοκκινοπρόσωπο βλακώδη τύπο, τον Αδόλφο Χίτλερ», έγραψε στον γιο του Μάικλ τρία χρόνια αργότερα, όταν ο πόλεμος είχε ήδη φτάσει στο αποκορύφωμά του. «Καταστρέφει, διαστρεβλώνει, διαστρέφει και αμαυρώνει οριστικά το ευγενές πνεύμα των βορείων λαών, εκείνη την υπέρτατη προσφορά τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μια προσφορά στην οποία έτρεφα μεγάλη εκτίμηση και την οποία κατέβαλλα πάντοτε μεγάλη προσπάθεια να αναδείξω».

Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών  ολοκληρώθηκε τελικά σε 12 χρόνια. Λίγο μετά την έκδοση του έργου του, ο Τόλκιν παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο για να μείνει μαζί με την αγαπημένη του Ήντιθ στην παραθαλάσσια πόλη Μπόρνμουθ.

Το 1971 και μετά το θάνατο της γυναίκας του, επέστρεψε στην Οξφόρδη, κοντά στα παιδιά του. Απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα, λόγω μιας καλπάζουσας ασθένειας, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1973, σε ηλικία 81 ετών. Ο τάφος του βρίσκεται δίπλα σε αυτόν της συζύγου του, στο κοιμητήριο της Οξφόρδης. Εκεί, εκτός από το κανονικό τους όνομα, αναγράφονται και τα ονόματα των μυθικών ηρώων του, Μπέρεν και Λούθιεν.

Το μεγάλο μυθολογικό έργο του, το «Σιλμαρίλλιον», εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού συγκεντρώθηκε και επεξεργάστηκε από τον μικρότερο γιο του, Κρίστοφερ Τόλκιν.




Η ένθερμη πίστη του Τόλκιν ήταν δεδομένη έως το τέλος της ζωής του και υπήρξε σημαντικός παράγοντας για τη μεταστροφή του έως τότε άθεου Κ.Σ. Λιούις στον χριστιανισμό, παρ’ όλο που ο Λιούις προτίμησε την Αγγλικανική Εκκλησία αντί της Ρωμαιοκαθολικής.

Σύμφωνα με τον εγγονό του, Σάιμον Τόλκιν, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Τόλκιν είχε απογοητευτεί από ορισμένες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στη λειτουργία, έπειτα από τη Δεύτερη Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965). Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι διαφωνούσε με τη μετάφραση της λειτουργίας από τα λατινικά στα αγγλικά (Tolkien, Simon «My Grandfather».The Mail on Sunday. 23 Φεβρουαρίου 2003).

Η ρωμαιοκαθολική θεολογία και λογοτεχνία έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της δημιουργικής φαντασίας του Τόλκιν, όπως το παραδέχτηκε και ο ίδιος:


Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών είναι φυσικά ένα έργο βαθύτατα θρησκευτικό και ρωμαιοκαθολικό. Στην αρχή κάπως ασυνείδητα, αλλά εντελώς συνειδητά κατά την αναθεώρησή του. Γι’ αυτό το λόγο δεν έβαλα σε αυτό τον φανταστικό κόσμο, ή και αφαίρεσα, κάθε αναφορά σε συγκεκριμένη «θρησκεία», λατρείες και θρησκευτικά τελετουργικά. Διότι σε αυτό το έργο, το θρησκευτικό στοιχείο είναι εντελώς ενσωματωμένο μέσα στην ιστορία και το συμβολισμό της. (Επιστολές, αρ. 142).

Ο Paul H. Kocher, πανεπιστημιακός μελετητής του Τόλκιν, επισημαίνει ότι ο Τόλκιν περιγράφει το Κακό σύμφωνα με τις διδασκαλίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή ως «απουσία Καλού». Παραθέτει πολλά παραδείγματα από τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», όπως για παράδειγμα το «Μάτι του Σάουρον»: «Η μαύρη σχισμή της κόρης του Ματιού είναι σαν ένα παράθυρο ανοιχτό στο Μηδέν». Ο Κότσερ θεωρεί επίσης ότι ο Τόλκιν εμπνεύστηκε και από τον Θωμά Ακινάτη, «τον οποίον, ως μεσαιωνολόγος και ρωμαιοκαθολικός, θα πρέπει να γνώριζε πολύ καλά». (Kocher, Paul H., Master of Middle-earth: The Fiction of J. R. R. Tolkien. Houghton Mifflin, 1972).



Ο μεσαιωνολόγος πανεπιστημιακός Tom Shippey υποστηρίζει το ίδιο, αλλά αντί του Ακινάτη, θεωρεί ότι ο Τόλκιν γνώριζε πολύ καλά το έργα του χριστιανού φιλόσοφου Βοηθίου, «Η παρηγορία της φιλοσοφίας», από την αγγλοσαξωνική μετάφραση του Αλφρέδου του Μεγάλου. Ο Σίπι σημειώνει ότι η ιδέα ότι το Κακό είναι απουσία Καλού αναφέρεται ξεκάθαρα από τον Βοήθιο. Σημειώνει επίσης ότι ο Τόλκιν χρησιμοποίησε και την συμπληρωματική προς την προηγούμενη ιδέα, ότι το Κακό δεν δημιουργεί.Αναφέρει ως παράδειγμα την παρατήρηση του Φρόντο, ότι «η Σκιά … μπορεί μόνο να διαστρέφει, όχι να δημιουργεί: τίποτε το πραγματικό δεν είναι δικό της έργο», καθώς και παρόμοιες παρατηρήσεις του Δεντρογένη και του Έλροντ. Ο Σίπι σημειώνει επίσης ότι κάποιες φορές στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» το Κακό παρουσιάζεται σαν μια αυτόνομη δύναμη (όχι όμως όπως το βλέπει ο Μανιχαϊσμός), σαν κάτι περισσότερο από απουσία Καλού, και προτείνει ότι είναι πολύ πιθανόν να συνέβαλαν σε αυτό οι σημειώσεις του Αλφρέδου του Μεγάλου στο βιβλίο του Βοήθιου. (Shippey, Tom. The Road to Middle-earth. : Houghton Mifflin, 1983).

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η θεολογική προσέγγιση στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» από τον Stratford Caldecott.



 Λέει: «Το Δαχτυλίδι της Δύναμης υποδηλώνει τη σκοτεινή μαγεία της διεφθαρμένης βούλησης, την έπαρση του ανθρώπινου Εγώ κατά του Θεού. Υπόσχεται την ελευθερία, αλλά στην πραγματικότητα οδηγεί στην υποδούλωση όποιου το φοράει στον Έκπτωτο Άγγελο. Διαβρώνει τη βούληση εκείνου που το περνάει στο δάχτυλό του, κάνοντάς τον αδιαόρατο και εξωπραγματικό. Πράγματι, το ότι έχει τη δύναμη να κάνει αόρατο όποιον το φοράει, συμβολίζει τη δύναμή του να καταστρέφει κάθε φυσική ανθρώπινη σχέση και ταυτότητα. Μπορεί να πει κανείς, ότι το Δαχτυλίδι είναι η ίδια η αμαρτία. Γεμάτο υποσχέσεις και φαινομενικά άκακο στην αρχή, στη συνέχεια αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο ότι σε διαφθείρει και δεν μπορείς ν’ απαλλαγείς από αυτό» (Caldecott, Stratford. "The Lord & Lady of the Rings". Touchstone Magazine. Ιαν.-Φεβρ. 2002, 27 March 2011)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.