Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

«Τα καλικαντζαράκια», το παραμύθι των αδερφών Γκριμ


Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Συγγραφέας του βιβλίου Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας


ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας τσαγκάρης, που χωρίς να φταίει, έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. Και δεν τού 'μεινε πια τίποτα, παρά μονάχα ένα κομμάτι δέρμα για ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθισε, λοιπόν, αποβραδίς κι έκοψε το δέρμα, για να ξυπνήσει το πρωί και να φτιάξει τα παπούτσια. Κι επειδή είχε ήσυχη τη συνείδηση του, έκανε το σταυρό του κι έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.




Την άλλη μέρα, αφού ξύπνησε κι είπε την προσευχή του, ετοιμάστηκε να καθίσει στον πάγκο του να δουλέψει. Τι να δει όμως; Τα παπούτσια ήταν έτοιμα, στολισμένα πάνω στον πάγκο του! Τα πήρε στα χέρια του για να τα δει από κοντά κι ήταν στ' αλήθεια τόσο καλά δουλεμένα που ούτε μια βελονιά δεν ήταν στραβά κεντημένη, λες και τα 'χε φτιάξει ο καλύτερος τσαγκάρης της πολιτείας. Σε λίγο μπήκε μέσα ένας πελάτης κι επειδή τα παπούτσια τού άρεσαν πολύ, πλήρωσε διπλά για να τα αγοράσει. Ο τσαγκάρης μας λοιπόν αγόρασε δέρμα για δυο ζευγάρια παπούτσια. Το 'κοψε κι αυτό αποβραδίς να το 'χει έτοιμο την άλλη μέρα το πρωί να δουλέψει.




Αλλά δεν χρειάστηκε: όταν ξύπνησε, βρήκε πάλι τα δυο ζευγάρια έτοιμα. Οι πελάτες δεν άργησαν να 'ρθουν κι αυτή τη φορά ο τσαγκάρης πήρε χρήματα αρκετά και αγόρασε δέρμα για τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Την άλλη μέρα το πρωί βρήκε πάλι τα παπούτσια έτοιμα. Κι έτσι έγινε και την άλλη και την παράλλη: όσα ζευγάρια παπούτσια έκοβε αποβραδίς, τα 'βρισκε έτοιμα την άλλη μέρα το πρωί. Ώσπου έγινε πλούσιος. Κι ένα βράδυ, λίγο πριν απ ' τα Χριστούγεννα, την ώρα του τέλειωσε τη δουλειά του κι ετοιμάστηκε να πάει για ύπνο, είπε στη γυναίκα του: «Γυναίκα, τι θα 'λεγες να μείνουμε ξύπνιοι τούτη τη νύχτα, να δούμε ποιος κάνει όλη τούτη τη δουλειά για χάρη μας;» Η γυναίκα του συμφώνησε και άναψε μια μικρή λάμπα, για να βλέπουν. Ύστερα κρύφτηκαν στη γωνίτσα και κράτησαν τα μάτια τους ανοιχτά, να μην κοιμηθούν.

Όταν χτύπησαν μεσάνυχτα, ήρθαν δυο μικρούλικα γυμνά καλικαντζαράκια, κάθισαν στον πάγκο του τσαγκάρη, πήραν τα κομμάτια το δέρμα κι άρχισαν να ράβουν και να καρφώνουν τόσο γρήγορα κι επιδέξια με τα μικροσκοπικά τους δαχτυλάκια που ο τσαγκάρης έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα απ' την κατάπληξη και το θαυμασμό. Τα δυο καλικαντζαράκια δεν σταμάτησαν, ώσπου τέλειωσαν όλη τη δουλειά. Τότε έδωσαν έναν πήδο κι έφυγαν, όπως είχαν έρθει.





Την άλλη μέρα το πρωί η γυναίκα είπε στον άντρα της: «Τα δυο καλικαντζαράκια μάς έκαναν πλούσιους. Πρέπει να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Έτσι γυμνά που τριγυρνάνε, θα κρυώνουν. Έχω μια ιδέα: Θα τους ράψω πουκαμισάκια, παντελονάκια και γιλεκάκια. Και θα τους πλέξω κι από ένα ζευγάρι κάλτσες. Κάτσε κι εσύ και φτιάξ' τους από ένα ζευγάρι παπουτσάκια».
Ο άντρας δεν περίμενε να του το πει δεύτερη φορά. Ως το βράδυ είχαν τελειώσει. Κι αντί ν' αφήσουν τον πάγκο φορτωμένο με δουλειά, όπως πάντα, τον στόλισαν με τα δωράκια τους. Ύστερα κρύφτηκαν, να δουν τι θα γίνει. Τα μεσάνυχτα ήρθαν πάλι τα δυο καλικαντζαράκια κι ετοιμάστηκαν να πιάσουν δουλειά. Αλλά δουλειά δεν βρήκαν. Κι όταν είδαν τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια και τις κάλτσες και τα παπούτσια, απόρησαν στην αρχή. Έπειτα όμως δεν ήξεραν τι να κάνουν απ’ τη χαρά τους. Χορεύοντας και γελώντας ντύθηκαν, κι, όλο καμάρι πηδούσαν και τραγουδούσαν:

«Είμαστε όμορφα ντυμένοι
και ποδεμένοι και στολισμένοι!
Με τόση λεβεντιά και χάρη,
γιατί να κάνουμε τον τσαγκάρη;»


Έτσι χόρευαν και τραγουδούσαν και στριφογύριζαν σ' όλη την κάμαρη, πηδούσαν πάνω στις καρέκλες και στα τραπέζια με κέφι και χαρά. Στο τέλος, χορεύοντας πάντα, βγήκαν απ’ την πόρτα κι έφυγαν. Και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια. Αλλά κι ο τσαγκάρης έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.




Αυτό είναι το παραμύθι «Τα καλικαντζαράκια» ή αλλιώς «Τα καλικαντζαράκια και ο Τσαγκάρης» των αδερφών Γκριμ, το οποίο περιλαμβάνεται στην έκδοση παραμυθιών τους με τίτλο «Kinder- und Hausmärchen» (Παιδικά και Οικογενειακά Παραμύθια).


Πρόκειται για μια γερμανική ιστορία του 1806. Το παραμύθι δημοσιεύτηκε στην πρώτη έκδοση του 1812 με τον γερμανικό τίτλο «Von den Wichtelmännern» ενώ στις μετέπειτα εκδόσεις χρησιμοποιήθηκε ο τίτλος «Die Wichtelmänner».

Αυτός ήταν ο γενικός τίτλος που χρησιμοποίησαν οι αδερφοί Γκριμ για τρεις στο σύνολο ιστορίες. Η πρώτη είναι η ιστορία που διαβάσαμε παραπάνω με τον τσαγκάρη. Στη δεύτερη ιστορία μια φτωχή υπηρέτρια, η οποία είναι υπάκουη και κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, επιλέγεται από τα ξωτικά να βαφτίσει ένα μωρό. Η κοπέλα με την άδεια του σκληρού αφεντικού της ακολουθεί τα ξωτικά στα έγκατα ενός βουνού όπου γίνεται νονά. Στη συνέχεια της ζητούν να μείνει μαζί τους τρεις ημέρες. Όταν η κοπέλα επιστρέφει στο χωριό της, όμως διαπιστώνει ότι έχουν περάσει στην πραγματικότητα εφτά χρόνια.

Στη τρίτη ιστορία τα ξωτικά αλλάζουν το μωρό μιας μητέρας με ένα δαιμόνιο με μεγάλο κεφάλι και γουρλωμένα μάτια αλλά τελικά η μητέρα ακολουθώντας τη συμβουλή της σοφής γειτόνισσας και κάνοντας ένα ξόρκι στην εστία του σπιτιού πείθει τα ξωτικά να φέρουν το πραγματικό μωρό της πίσω.


Συνήθως στα αγγλικά η γερμανική λέξη Wichtelmänner μεταφράζεται ως ξωτικά, δηλαδή elves. Aν και η σωστότερη μετάφραση είναι Νάνοι (Dwarves) ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και οι αγγλικές λέξεις Cobold ή Gnome.

Cobold


Ο Cobold ή Kobold είναι ένα μικροσκοπικό πνεύμα του Δάσους το οποίο συναντάμε στη μυθολογία κυρίως της κεντρικής ευρώπης και εμφανίζεται στους αγρούς και τους κάμπους την Άνοιξη ενώ οι Γνώμοι (Gnomes) είναι μικροσκοπικά μαγικά πλάσματαπου γεννήθηκαν από την φαντασία ενός σχεδόν μυθικού πατέρα, του ιατρού και αλχημιστή Παράκελσου τον 16ο αιώνα.

Gnomes 


Oυσιαστικά η λέξη Wichtelmänner προέρχεται από το Wichtel + Mann (άντρας, αρσενικό/ στον πληθυντικό männer ) ενώ το Wichtel είναι το υποκοριστικό του Wicht. Στη σκανδιναβική μυθολογία Wicht ονομάζεται το πνεύμα του σπιτιού το οποίο συνήθως παρέχει βοήθεια στον ιδιοκτήτη. Στη σειρά βιβλίων του Harry Potter γίνεται συχνή αναφορά στα ξωτικά του σπιτιού, τα οποία υπηρετούν ως σκλάβοι τους μάγους και ελευθερώνονται όταν τους δοθούν ρούχα.





Το 1884, η Βρετανίδα συγγραφέας Margaret Hunt, η οποία έκανε την μετάφραση του έργου των Γκριμ επέλεξε τον τίτλο The Elves για την αγγλική έκδοση.

Αρκετοί ερμηνευτές συνδέουν την ιστορία αυτή με το γερμανικό παραμύθι Rumpelstilzchen, το οποίο περιλαμβάνεται επίσης στην έκδοση του 1812 και στα ελληνικά είναι γνωστό με τον τίτλο Η κόρη του Μυλωνά.





Στη γερμανική λαογραφία rumpelstilt ή rumpelstilz είναι ένα μικρό ξωτικό που κάνει θόρυβο με το ραβδί του ή τις κουδουνίστρες του ταράζοντας την ησυχία των ανθρώπων.  Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ξωτικό που έρχεται σε αντίθεση με τα καλά ξωτικά της ιστορίας του Τσαγκάρη.






Όμως τα ξωτικά δεν ήταν πάντοτε βοηθοί και υποστηρικτές των ανθρώπων. Πολλές φορές προκαλούσαν αρρώστιες στα ζώα και τους ανθρώπους και έφερναν άσχημα όνειρα, επειδή κάθονταν πάνω στο στήθος αυτού που κοιμόταν. Η γερμανική λέξη Albtraum (=εφιάλτης), κυριολεκτικά σημαίνει ξωτικό όνειρο. Ο θρύλος του Erlkönig φαίνεται να δημιουργήθηκε στη Δανία κατά το ίδιο σχεδόν χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις της Γερμανίας και της Δανίας, ο Erlkönig εμφανίζεται σαν προάγγελος θανάτου, όπως οι νεράιδες μπάνσι στην Ιρλανδική μυθολογία. Ωστόσο, ο Erlkönig εμφανίζεται μόνο στο άτομο που θα πεθάνει και η έκφρασή του δηλώνει τι είδους θάνατο θα περιμένει: ήρεμο ή γεμάτο πόνους και αγωνία. Αυτή η πλευρά του μύθου ενέπνευσε τον Γκαίτε να γράψει το ποίημά του Der Erlkönig.





=========================================================

Ιδιοκτησία πνευματικών δικαιωμάτων του Seanchai- Bards- Mythoplastis - © 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.