Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Ο Γαλάζιος Άγγελος




Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Δημοσιογράφος
Συγγραφέας του βιβλίου «Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας»



Η εκκλησιά ήταν μισογκρεμισμένη. Μόνο κάποια σημεία των τοίχων και το ιερό είχαν απομείνει. Το αγόρι πρόσεξε τις αγιογραφίες. Ήταν παλιές και κατεστραμμένες από τη φωτιά που είχε ξεσπάσει πριν από πολλά χρόνια και είχε τυλίξει τα πάντα στο διάβα της. Κοιτούσε τις εικόνες με προσοχή. Ανάμεσα στις καμένες φιγούρες, τις τόσο παλιές, διέκρινε μια που του έκανε εντύπωση. Ένας Άγγελος με το σπαθί του σηκωμένο έμοιαζε να σκοτώνει κάποιο δράκοντα ή φίδι.



Με τα δάχτυλα του προσπάθησε να καθαρίσει τη σκόνη και τη στάχτη, οι οποίες ανακατεμένες με την υγρασία είχαν δημιουργήσει ένα παχύ στρώμα λάσπης στην επιφάνεια της αγιογραφίας.

Και τότε, την είδε. Κείτονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Δεν ήταν δράκοντας ούτε φίδι, αλλά ένα γυναικείο κορμί, κουλουριασμένο, με πλούσια μακριά μαλλιά ριγμένα στα πόδια του Άγγελου. Δεν ήταν σίγουρος αν τον ικέτευε ή αν είχε αφεθεί στη μοίρα της. Ήταν σίγουρο πως στην επόμενη σκηνή της αγιογραφίας, ο Άγγελος της έκοβε το κεφάλι.
«Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος για τους Αγγέλους που ερωτεύτηκαν Γυναίκες», η φωνή του γέροντα επανέφερε το αγόρι στη πραγματικότητα. Πισωπάτησε τρομαγμένο καθώς είδε από τα σκοτάδια του εγκαταλελειμμένου ιερού να βγαίνει εκείνος που στο χωριό αποκαλούσαν Μυθοπλάστη.«Μη φοβάσαι», του είπε γλυκά. «Είναι η ιστορία του Γαλάζιου Αγγέλου και της Αγαπημένης του», και άρχισε να τη διηγείται.

«Ήταν πριν από πολλά πολλά χρόνια. Μόλις είχε τελειώσει η μεγάλη μάχη στους Ουρανούς. Οι Άγγελοι του Φωτός πολέμησαν με τους Αγγέλους του Σκότους και τους έριξαν στα Τάρταρα.Η μάχη είχε κρατήσει αιώνες για το χρόνο των ανθρώπων αλλά, μόλις λίγα λεπτά για τον χρόνο των Αγγέλων. Τα μυστικά περάσματα ανάμεσα σε Ουρανό και Γη είχαν ανοίξει κι είχαν κλείσει χιλιάδες φορές εκείνες τις μέρες. Κι άλλα τόσα που οδηγούσαν στη σκοτεινιά του Κάτω Κόσμου είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της μάχης.


Οι φωτιές στους Ουρανούς μαίνονταν ακόμη, κι ας είχε τελειώσει η μάχη. Κόκκινα σύννεφα και βροχή έπεφταν για μέρες.Κεραυνοί έσκιζαν την ατμόσφαιρα. Κι όταν η βροχή σταματούσε ένας κίτρινος ουρανός ξεπρόβαλε σα να είχε ποτιστεί με θειάφι. Οι άνθρωποι τρομαγμένοι θυσίαζαν ή έκαναν επικλήσεις ανάλογα με τη πίστη τους στις Θεότητες τους. Οι Ιερείς έμεναν μέρες προσηλωμένοι να μελετάνε τα σημάδια και να προσπαθούν να καταλάβουν αν αυτό είναι το τέλος. Άλλοι έλεγαν πως ήρθε η καταστροφή κι άλλοι προέβλεπαν μέρες δύσκολες.


Κάπου στις ατελείωτες πεδιάδες του κόσμου τούτου ζούσε μια Ιέρεια της Αρχαίας θρησκείας . Τα μαλλιά της είχαν το καφέ χρώμα της Γης και τα μάτια της το σκούρο των φλοιών των δένδρων. Το δέρμα της ήταν άσπρο σα τον αφρό της θάλασσας. Ήξερε τη γλώσσα των πτηνών και των ζώων. Άκουγε τα μυστικά λόγια του Ανέμου κάθε φορά που περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές των δένδρων. Διάβαζε τα εναλλασσόμενα συναισθήματα της Θάλασσας. Ο κόσμος την έλεγε Μάγισσα. Μπορεί και να ήταν. Κανείς δεν ήξερε. Άνηκε στο Ανώτατο Ιερατείο της θρησκείας της και είχε ορκιστεί να κρατήσει τα μυστικά της κλεισμένα. Ήταν πολύ μοναχική αλλά ποτέ δεν αρνήθηκε να προσφέρει τη βοήθεια της σε όσους έτρεξαν στα πόδια της. Η γοητεία της είχε κάνει πολλά αρσενικά να την ποθήσουν. Κάποιοι από βασιλική γενιά θέλησαν να την υποτάξουν είτε με τα δεσμά της σκλαβιάς είτε με τα δεσμά της συζύγου. Κάποιοι άλλοι μάταια θέλησαν να κατακτήσουν τη καρδιά της. Η ίδια είχε την αγάπη της μόνο για τη φύση.Το κορμί της το έδινε ανά διαστήματα σε διάφορους εραστές με τους οποίους ζευγάρωνε αλλά ποτέ δεν ερωτευόταν.

Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, λίγο μουντή, λίγο κίτρινη, λίγο θλιμμένη. Είχε κατέβει στο ποτάμι για να μιλήσει στα νερά όταν στο κρυστάλλινο του ποταμού είδε το πιο όμορφο γαλάζιο που είχε δει ποτέ στη ζωή της. Δυο γαλάζιες φτερούγες έλαμψαν στον καθρέφτη των νερών του ποταμού. Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό και μια γαλάζια αστραπή από φτερούγες πέρασε μπροστά της. 'Ηταν ένας Άγγελος Εκδικητής, ένας Άγγελος ήρωας όπως τον έλεγαν οι άνθρωποι, ένας από εκείνους που είχαν διαπρέψει στη Μεγάλη Μάχη κατά των Αγγέλων του Σκότους. Συχνά πυκνά οι Άγγελοι αυτοί κατέβαιναν κι επέβλεπαν τους ανθρώπους. Πρόσεχαν τη Γη κι, αν κρινόταν απαραίτητο, επέβαλλαν την τάξη και την ασφάλεια.

Τα γαλάζια φτερά χάθηκαν το ίδιο γρήγορα με την εμφάνισή τους. Μόνο ένα άρωμα έμεινε πίσω. Μια αίσθηση φρέσκου , καθαρού αέρα και μια λάμψη. 

Την επόμενη μέρα πήγε ξανά στο ποτάμι, το ίδιο και την μεθεπόμενη αλλά κι όλες τις μέρες που ακολούθησαν. Οι γαλάζιες φτερούγες την είχαν στοιχειώσει.Ήθελε τόσο να τις ξαναδεί, αυτές και τον Άγγελο της. Πέρασαν μέρες πολλές, ώσπου μια μέρα η μυρωδιά του φρέσκου αέρα έφτασε στα ρουθούνια της πολύ πριν δει τις γαλάζιες φτερούγες. Το γαλάζιο πότισε τον κόσμο γύρω της. Έκλεισε τα μάτια της και όταν τα άνοιξε ξανά, ένας άντρας μετρίου αναστήματος ήταν ακριβώς απέναντί της.

Οι γαλάζιες φτερούγες είχαν κλείσει κι είχαν εξαφανιστεί. Ήταν ο Άγγελος Εκδικητής μπροστά της με την ανθρώπινη του μορφή. Τα μάτια του ήταν το πρώτο που πρόλαβε να δει πριν καταλάβει πόσο πολύ τον είχε ερωτευτεί. Αυτή, η Μάγισσα, που όπως πολλοί έλεγαν ξελόγιαζε όποιον ήθελε, τον ερωτεύτηκε. 

Οι μέρες και οι νύχτες που ακολούθησαν ήταν ονειρικές. Ο Άγγελος της ερχόταν σχεδόν καθημερινά και περνούσαν ατελείωτες ώρες μαζί. Εκείνος της μιλούσε για τις μάχες του κι αυτή του έμαθε όλα τα μυστικά της, πως να μιλάει με τα ζώα, πως να ακούσει τον άνεμο, πως να βλέπει τι θέλουν να πουν τα δένδρα, μέχρι και την γλώσσα των φιδιών του έμαθε, την πιο αρχαία γλώσσα του κόσμου εκείνου. 

Τα βράδια έσμιγε μαζί του σε ένα ατελείωτο ερωτικό ξέσπασμα κι ευχόταν να έπιανε στα σπλάχνα της το δικό του καρπό.
Κάποιες φορές που ο Άγγελος της δεν ερχόταν, έμενε ώρες να τον περιμένει κι ένιωθε την αγάπη της να φουντώνει. Μια νύχτα με Πανσέληνο στον Ουρανό του το είπε. Του είπε πόσο πολύ τον αγαπούσε, πόσο πολύ είχε κατακτήσει τη ψυχή της.

Τα μάτια του στένεψαν. Την κράτησε στην αγκαλιά του, όπως έκανε κάθε φορά, έπαιξε με τα μαλλιά της - πάντα το έκανε.
 
«Εγώ είμαι πολεμιστής», της είπε. 
«Δεν αγαπώ, δεν ερωτεύομαι.»

Η φωνή του αντήχησε τόσο σιγανά αλλά και τόσο δυνατά ταυτόχρονα και σαν μαχαίρι, καλοακονισμένο έσκισε την μαγεία της αγκαλιάς που είχαν μοιραστεί. 

Της εξήγησε ότι δε μπορούσε ή δεν ήθελε - αυτή την τόσο σημαντική διαφορά δε μπόρεσε να την καταλάβει- να την ερωτευτεί. 'Επρεπε να μείνει πιστός στο σκοπό του και στο στόχο του. Σε λίγο θα ξεκινούσαν πάλι οι μάχες. Οι δυνάμεις του Σκότους είχαν ανασυνταχθεί κι αυτός έπρεπε να φύγει. Κι έφυγε... 

Έμεινε μόνη κι όταν κατάλαβε ότι είχε μέσα στα σπλάχνα της τον έρωτα του, δεν ήταν εκεί για να του το πει.

Οι μάχες άρχισαν κι αυτή τη φορά ήταν πιο έντονες από τη προηγούμενη. Εκείνη είχε χάσει την ικανότητα της να μιλάει με τη φύση αφού την είχε μεταφέρει στον καλό της, τις ατελείωτες μέρες του έρωτά της.



Μερικές μέρες μετά για τους Αγγέλους των Ουρανών, αιώνες, όμως, για τους ανθρώπους, η μάχη συνεχιζόταν. Και τότε, έμαθε πως ο Άγγελος της είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τις δυνάμεις του Σκότους. Ήξερε πως θα του έκοβαν τα γαλάζια του φτερά κι αυτή θα ήταν η τιμωρία του. Άγγελος χωρίς φτερά δεν υπάρχει, πόσο μάλλον Άγγελος Εκδικητής. Πήγε κρυφά στο Ιερό της θρησκείας της και πήρε τις πανάρχαιες σφραγίδες. Περπάτησε μέρες μέσα στο κρύο, μέσα στη ζέστη, μέσα στον αέρα , μέσα στη βροχή. Κάθε φορά που περνούσε ένα Φεγγάρι του Ουρανού έσπαζε και μια σφραγίδα. Ένας Άγγελος του Σκότους εμφανιζόταν κι εκείνη πότε με μάγια , πότε με ικεσίες μάθαινε το δρόμο για να φτάσει στον Κάτω Κόσμο και να βρει τον καλό της. 

Κάποια στιγμή έφτασε στο τελευταίο Φεγγάρι εκείνης της εποχής και στη τελευταία σφραγίδα, την έσπασε και βρέθηκε στο σκοτεινό κόσμο των Μαύρων Αγγέλων. Μίλησε , παρακάλεσε, ικέτεψε αλλά δεν ελευθέρωναν τον Άγγελο της. Τη ζωή μου για τη δική του , είπε κλαίγοντας με αναφιλητά. Κι έτσι έγινε. Οι Μαύροι Άγγελοι δέχτηκαν να ελευθερώσουν τον Άγγελό της με αντάλλαγμα τη δική της ζωή.


Όλα έγιναν γρήγορα, δε κατάλαβε πως βρέθηκε ξανά στο ποτάμι που τον είχε γνωρίσει. Αναρωτιόταν τι είχε γίνει όταν ένιωσε πάλι το φρέσκο κύμα αέρα στο πρόσωπο της. Ο Άγγελος της εμφανίστηκε μπροστά της σε όλο του το μεγαλείο δυνατός και με τις γαλάζιες του φτερούγες του ανοιχτές.

«Ξέρεις τα μυστικά των μεγάλων σφραγίδων», της είπε.«Τις έσπασες και άνοιξες δυνάμεις που δε θα έπρεπε να ελευθερωθούν στο σύμπαν», αντήχησε η φωνή του, σκληρή, σχεδόν μεταλλική.



Ο χρόνος είχε γυρίσει. Αυτό, λοιπόν, εννοούσαν οι Άγγελοι του Σκότους λέγοντας τη ζωή της για τη δική του. Ο Άγγελος της δεν είχε πιαστεί ποτέ κι εκείνη είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να τον σώσει. Δε πρόλαβε να του πει τίποτα, ούτε πόσο τον αγαπά, ούτε ότι είχε το παιδί του στα σπλάχνα της. Εκείνος έβγαλε το σπαθί του και τη σκότωσε. Οι γαλάζιες του φτερούγες γέμισαν κόκκινες στάλες από το αίμα της. Η Μάγισσα έμεινε εκεί στο χώμα, ο Άγγελος έφυγε στον Ουρανό. Κάτω από τα βλέφαρα του έκρυψε ένα δάκρυ.Τίναξε τις φτερούγες του για να φύγουν οι σταγόνες του αίματος κι εκείνες πετάχτηκαν στη Γη κι άνθισαν υπέροχα μικρά κόκκινα αγριολούλουδα.

Μέρες ή αιώνες μετά, η μάχη τελείωσε.Τα αγριολούλουδα ακόμη φυτρώνουν στο ποτάμι.Ο Άγγελος με τις γαλάζιες φτερούγες ακόμη κατεβαίνει στα νερά κι εκείνα σκύβουν ελαφρά τα πέταλα σα να δέχονται ένα χάδι....»





Ιδιοκτησία πνευματικών δικαιωμάτων του Seanchai- Bards- Mythoplastis - © 2019

πηγή φωτογραφιών: pinterest


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.