Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

«Χριστούγεννα στην Σκοτεινή Πόλη»



Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
συγγραφέας του βιβλίου «Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας»





Όπως κάθε μέρα ξύπνησε νωρίς.
Δεν είχε ακόμη χαράξει όταν ξεκίνησε για την επιχείρησή του.
Επιβιβάστηκε βιαστικά στο ακριβό του αυτοκίνητο. Τον οδηγό του τον είχε απολύσει πριν δυο χρόνια. Δεν υπήρχε λόγος να πληρώνει ένα νεαρό για να τον πηγαίνει στη δουλειά και τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Ο Εμπενίζερ ήξερε να οδηγεί πολύ καλά και, παρά την ηλικία του, ήταν ήδη 70, έβλεπε σα γεράκι που έβγαινε να αρπάξει το θήραμά του. Αργότερα έμαθε ότι ο νεαρός έφυγε για την Αμερική, όπου έπιασε δουλειά σ΄ένα ερευνητικό κέντρο με καλές αποδοχές. Απόρησε, αλλά τον πληροφόρησαν πως ήταν ο πλέον κατάλληλος για αυτή την εργασία καθώς είχε όλα τα πτυχία.



«Δεν ήξερα πως ήταν μορφωμένος» σκέφτηκε.
«Δεν πειράζει, τον ξεφορτώθηκα» μονολόγησε. Στον εαυτό του μπορούσε να το παραδεχτεί πως κατά βάθος τον εκνεύριζε ο οδηγός του. Πάντοτε με το χαμόγελο και πάντοτε αισιόδοξος για το αύριο.





Συνέχισε να οδηγεί αναπτύσσοντας ταχύτητα. Οι δρόμοι της πόλης ήταν άδειοι. Κανείς δεν κυκλοφορούσε με τόσο κρύο. Φτάνοντας στο γραφείο του είδε τρία παιδιά να ψάχνουν στα σκουπίδια και δυο πόρνες να επιστρέφουν από τη νυχτερινή τους βάρδια. Ήταν πιωμένες, προφανώς κάποιος πελάτης τις κέρασε.

Άρχισε να ξημερώνει, αλλά και, πάλι, το φως ήταν αχνό και αδύναμο. Τις τελευταίες ημέρες ομίχλη και μαύρα σύννεφα είχαν εγκατασταθεί πάνω από την ήδη σκοτεινή τους πόλη.

Ο Εμπενίζερ λάτρευε αυτή την καταχνιά. Είχε χαλάσει και την ψυχολογία των ανθρώπων. Φέτος, λιγότερα φωτάκια, σχεδόν καθόλου χαμόγελα και δένδρα εκτρώματα παντού. Μόνο κάποιοι ευκατάστατοι γιόρταζαν πλέον τα Χριστούγεννα. Οι φτωχοί είχαν άλλα, σοβαρότερα να σκεφτούν και να αντιμετωπίσουν, όπως τα ζητήματα επιβιώσης. «Αυτός εξάλλου ήταν και ο σκοπός τους. Να δουλεύουν, να παίρνουν ένα κομμάτι ψωμί και να επιβιώνουν» ψιθύρισε καθώς άνοιγε την βαριά θωρακισμένη πόρτα του γραφείου του.




Έβγαλε τα γάντια, το κασκόλ και το καπέλο του και κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα. Ήταν ώρα για δουλειά. Ο Εμπενίζερ ήταν το αφεντικό μιας μεγάλης εταιρείας διαχείρισης κόκκινων δανείων που συνεργαζόταν με τράπεζες και funds του εξωτερικού. Οι δουλειές πήγαιναν εξαιρετικά το τελευταίο διάστημα και ο ίδιος ήταν ικανοποιημένος. Παρά το γεγονός ότι οι υπάλληλοι του εργάζοταν πολλές ώρες, είχε καταργήσει τα bonus και τις υπερωρίες και από το θάνατο του συνεταίρου του Μάρλεϊ, πάνε σχεδόν οχτώ χρόνια τώρα, είχε μειώσει τους μισθούς. Στην αρχή κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν αλλά τότε ξέσπασε η οικονομική κρίση και ο φόβος φώλιασε στη καρδιά τους. Ήταν δύσκολο να βρουν εργασία με την ανεργία να αυξάνεται.

Με την άκρη του ματιού του είδε τη γραμματέα του να φτάνει στο γραφείο. Η ώρα ήταν 7:00 ακριβώς. Σε λίγο θα του έφερνε το τσάι με τα κουλουράκια του και θα τον ενημέρωνε για τις υποχρεώσεις της ημέρας. Στο μεταξύ παρακολουθούσε στην τηλεόραση τα επεισόδια που είχαν εκτυλιχθεί για μια ακόμη βραδιά στο κέντρο της πόλης.

«Η περιοχή γκετοποιείται», σκέφτηκε.
«Ευκαιρία για μαζικές αγορές ακινήτων. Μα γιατί αργεί να μου φέρει το τσάι» μονολόγησε εκνευρισμένος.
«Δεσποινίς Μπέττυ», ούρλιαξε και η φωνή του αντήχησε σε όλη την εταιρεία ως βρυχηθμός άγριου θηρίου.

«Μάλιστα, κύριε Σκρουτζ» είπε η κοπέλα μπαίνοντας στο γραφείο του με τον δίσκο στα χέρια.

Γιώτα Χουλιάρα 13/12/17
Αθήνα

Συνεχίζεται.....
=========================================================

Ιδιοκτησία πνευματικών δικαιωμάτων του Seanchai- Bards- Mythoplastis - © 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.