Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων (Alice's Adventures in Wonderland) είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για κλασικό έργο παιδικής και φανταστικής λογοτεχνίαςτου Βρετανού συγγραφέα και μαθηματικού Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον, περισσότερο γνωστού με το ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ, που κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1865.
Ο Κάρολ περιγράφει με λεπτή φαντασία και παιδικό αυθορμητισμό τις περιπέτειες ενός κοριτσιού, της Αλίκης, η οποία μετά την πτώση της σε μία λαγότρυπα, περιπλανιέται σε ένα φανταστικό κόσμο. Η ιστορία χαρακτηρίζεται από έντονα στοιχεία αλληγορίας, μέσα από τα οποία, ο Κάρολ καυτηριάζει γεγονότα και αντιλήψεις της εποχής του. Το βιβλίο αναφέρεται πιο συχνά με τον συντομότερο τίτλο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, ο οποίος τελικά καθιερώθηκε, κυρίως μέσω της χρήσης του σε μεταγενέστερες κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές μεταφορές του έργου. Την εποχή του θανάτου του Κάρολ, ήταν το πιο δημοφιλές βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας στην Αγγλία, ενώ μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα αποτελούσε ίσως το διασημότερο βιβλίο του είδους του στον κόσμο. Στο φανταστικό Σύμπαν της Χώρας των Θαυμάτων, υπάρχουν αλληγορικοί συμβολισμοί ως προς τον κόσμο της επιστήμης.
Έχοντας αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης ανάλυσης, η συνήθης ερμηνεία του έργου αναγνωρίζει την Αλίκη ως εκπρόσωπο της καταπιεσμένης παιδικής ηλικίας κατά τη Βικτωριανή εποχή. Η φανταστική εξιστόρηση του Κάρολ λειτουργεί, εν μέρει, με στόχο την κριτική της Βικτωριανής κοινωνίας και των Αγγλοσαξονικών νοοτροπιών, εκφράζοντας παράλληλα τη φιλοσοφία της λογοτεχνίας του, εξετάζοντας πώς επηρεάζεται η ταυτότητα του ανθρώπου όταν παύουν να υφίστανται οι παγιωμένοι κανόνες που την καθορίζουν. Μεταξύ των πολυάριθμων γρίφων που περιγράφονται στο έργο, το πρόβλημα της ταυτότητας αποτελεί για την Αλίκη ένα από τα κεντρικά ερωτήματα. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, η Αλίκη, μετά την πτώση της στη λαγότρυπα, κινείται σε ένα κόσμο όπου καθιερωμένες αντιλήψεις της καθημερινότητας ανατρέπονται, ενώ κοινωνικοί θεσμοί και πρακτικές γίνονται στόχοι χλευασμού.
Το έργο ερμηνεύεται επίσης ως μια ενδελεχής έρευνα των συστημάτων της κοινωνικής συμπεριφοράς, της λογικής και της γλώσσας. Υποστηρίζεται ότι μέρος του κειμένου μπορεί να εκτιμηθεί και κατανοηθεί περισσότερο από ενήλικους αναγνώστες, ειδικότερα η σάτιρα και οι συμβολισμοί του έργου. Κοινή θέση αποτελεί το γεγονός πως ο Κάρολ επιχειρεί συχνά να παρωδήσει άλλα λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται σε παιδιά ή με αντικείμενο την παιδική ηλικία. Παράλληλα, δεν λείπουν και αναφορές σε έργα για ενήλικους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ιδέα των ομιλούντων λουλουδιών που θεωρείται πως βασίζεται στο ποίημα Maud (1855) του Άλφρεντ Τένισον.
Ποιος ήταν ο Λούις Κάρολ
O Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον (Charles Lutwidge Dodgson, 27 Ιανουαρίου 1832 – 14 Ιανουαρίου 1898), περισσότερο γνωστός με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ (Lewis Carroll), ήταν Άγγλος συγγραφέας, μαθηματικός, φωτογράφος και κληρικός.
Η οικογένεια του ήταν Βορειοαγγλικής καταγωγής, ιδιαίτερα συντηρητική, διατηρώντας παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με την Αγγλικανική Εκκλησία. Η πλειοψηφία των προγόνων του, προέρχονταν από την μεσαία ή ανώτερη τάξη, καταλαμβάνοντας συχνά θέσεις στην εκκλησία και στο στρατό. Ο προπάππους του υπήρξε επίσκοπος, ενώ ο παππούς του ήταν αρχηγός του στρατού, όταν πέθανε το 1803 εν ώρα μάχης.
Ο πατέρας του είχε ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά, ωστόσο απέρριψε το ενδεχόμενο να ακολουθήσει μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, επιλέγοντας το ρόλο του εφημέριου. Υπήρξε ενεργό μέλος της Αγγλικανικής εκκλησίας και ένθερμος υποστηρικτής του Τζον Χένρυ Νιούμαν, ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος της Οξφόρδης, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην επιστροφή της Εκκλησίας της Αγγλίας στον καθολικισμό. Το 1827, παντρεύτηκε την πρώτη του ξαδέλφη, Φράνσις Τζέην Λούτγουϊτζ, με την οποία απέκτησε συνολικά έντεκα παιδιά, επτά κόρες και τέσσερις γιους, μεταξύ αυτών και ο Τσαρλς.
Η γενέτειρα του Κάρολ |
Ο Κάρολ γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα του παιδικά χρόνια στο Daresbury της βόρειας Αγγλίας ενώ σε ηλικία έντεκα ετών, ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό Croft-on-Tees, όπου μετακόμισε. Οι πρώτες του σπουδές περιλάμβαναν μαθήματα κατ' οίκον, αλλά στα δώδεκά του χρόνια, οι γονείς του τον έστειλαν σε ιδιωτικό σχολείο, στη γειτονική περιοχή του Ρίτσμοντ. Τον αμέσως επόμενο χρόνο, μεταφέρθηκε στο Rugby School, ένα από τα παλαιότερα δημόσια σχολεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι επιδόσεις του υπήρξαν εξαιρετικές, ωστόσο ο ίδιος σημείωσε αργότερα για την περίοδο της φοίτησής του, "δεν μπορώ να πω πως αναπολώ τη ζωή μου στο δημόσιο σχολείο με κάποια αίσθηση ευχαρίστησης".
Τον Ιανουάριο του 1851 εγκαταστάθηκε στην Οξφόρδη, όπου φοίτησε στο κολέγιο Christ Church, στο οποίο είχε σπουδάσει παλαιότερα και ο πατέρας του. Λίγες μόλις ημέρες αργότερα του ανακοινώθηκε ο θάνατος της μητέρας του, πιθανόν από μηνιγγίτιδα ή καρδιακή προσβολή. Οι ακαδημαϊκές του επιδόσεις υπήρξαν υψηλές, ειδικότερα στα μαθηματικά, εξασφαλίζοντάς του υποτροφίες και άλλες διακρίσεις. Τον Οκτώβριο του 1855 έγινε λέκτορας του κολεγίου στα μαθηματικά, θέση που θα διατηρούσε μέχρι το 1881. Του χορηγήθηκε υποτροφία (studentship) από το Christ Church, την οποία διατήρησε φροντίζοντας να ακολουθήσει τα θρησκευτικά ήθη που επέβαλε το κολέγιο, μεταξύ αυτών και την υπόσχεση να παραμείνει άγαμος.
Στις 22 Δεκεμβρίου του 1862, χρίστηκε διάκονος της Εκκλησίας της Αγγλίας, ωστόσο δεν ανελίχθηκε στην εκκλησιαστική ιεραρχία, όπως αναμενόταν. Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους αρνήθηκε μία τέτοια εξέλιξη, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα οδηγούσε στην αποβολή του από το κολέγιο, αν ο τότε πρύτανης, Χένρι Λίντελ, δεν επέτρεπε στον Ντότζσον να παραμείνει, παραβιάζοντας ανεξήγητα τους κανόνες του κολεγίου. Μία από τις ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί, προκειμένου να εξηγηθεί η στάση του Ντότζσον, είναι πως διαπνεόταν εκείνη την περίοδο από συναισθήματα ενοχής και αμαρτίας, όπως ο ίδιος εκφράζει μέσα στα ημερολόγιά του, αν και δεν είναι σαφείς οι λόγοι που τον οδηγούσαν σε τέτοιου είδους σκέψεις. Είναι πιθανό να υπήρξε διστακτικός και λόγω γενικότερων αμφιβολιών του απέναντι στην ίδια την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο πρώτος του βιογράφος, Στιούαρτ Ντότζσον Κόλλιγκγουντ, αποδίδει εν μέρει την απόφασή του στον τραυλισμό του, που θα τον δυσκόλευε να κηρύττει, αν και όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν ήταν λίγες οι φορές που κήρυττε ανεπίσημα.
Σελίδα από το πρωτότυπο αντίγραφο χειρογράφων των περιπέτειων της Αλίκης υπό το έδαφος, 1864 |
Πώς δημιουργήθηκε το έργο
Ήδη από νεαρή ηλικία, ο Κάρολ έγραφε ποιήματα και διηγήματα, τα οποία δημοσίευε σε λογοτεχνικά περιοδικά με σχετική επιτυχία.
To 1856, o Κάρολ γνωρίστηκε με τον νέο πρύτανη του κολεγίου του, τον Χένρυ Λίντελ, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Chist Church με την οικογένειά του, αποτελούμενη από τη σύζυγό του και τρεις κόρες, μεταξύ αυτών και η Άλις Λίντελ. Ο Κάρολ συνδέθηκε στενά με την οικογένεια και ειδικότερα με τη μητέρα και τα τρία παιδιά
Στις 4 Ιουλίου του 1862, ο Λιούις Κάρολ πραγματοποίησε μία εκδρομή μαζί με τον αιδεσιμώτατο Ρόμπινσον Ντάκγουορθ και τις τρεις κόρες του πρύτανη του κολεγίου του Christ Church, Λορίνα, Ήντιθ και Άλις Λίντελ.
Κατά τη διάρκειά της, προκειμένου να διασκεδάσει τα παιδιά, ο Κάρολ επινόησε και διηγήθηκε μία ιστορία, η οποία θα αποτελούσε τη βάση για την μετέπειτα συγγραφή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Μετά από παρότρυνση της Άλις, ο Κάρολ ξεκίνησε να καταγράφει τη διήγησή του, γεγονός που οδήγησε στη συγγραφή της πρώτης μορφής του έργου, υπό τον τίτλο Alice’s Adventures under Ground (Οι Περιπέτειες της Αλίκης κάτω από τη Γη).
Η πρώτη μορφή του βιβλίου δεν προοριζόταν για δημοσίευση και έφερε αφιέρωση που μαρτυρούσε ότι επρόκειτο για ένα "δώρο Χριστουγέννων προς ένα αγαπητό παιδί, σε ανάμνηση μιας καλοκαιρινής ημέρας". O Κάρολ κατέγραψε στο ημερολόγιό του την απαρχή της συγγραφής του βιβλίου στις 13 Νοεμβρίου του 1862, ενώ το τελικό χειρόγραφο φαίνεται πως ολοκληρώθηκε πριν τις 10 Φεβρουαρίου του 1863, χωρίς να περιλαμβάνεται όμως σε αυτή τη μορφή του έργου οποιαδήποτε εικονογράφηση. Αργότερα, το Νοέμβριο του 1864, παρουσίασε το έργο του και στην Άλις Λίντελ.
Το τελικό χειρόγραφο διάβασε επίσης ο λογοτέχνης Χένρι Κίνγκσλεϊ, ο οποίος παρότρυνε τη μητέρα της Άλις να πείσει τον Κάρολ να το δημοσιεύσει. Για τον Ντάκγουορθ, το βιβλίο θα σημείωνε μεγάλη επιτυχία, εφόσον την εικονογράφησή του αναλάμβανε ένας διακεκριμένος καλλιτέχνης, προτείνοντας για αυτό το λόγο τον Τζον Τένιελ, γνωστό από τη δουλειά του στο περιοδικό Punch.
Ο Κάρολ αναζήτησε επιπλέον τη γνώμη του συγγραφέα Τζορτζ ΜακΝτόναλντ, ο οποίος τον έπεισε τελικά να το δημοσιεύσει. Έχοντας αποφασίσει για την έκδοση του βιβλίου, ο Κάρολ προχώρησε σε περαιτέρω επεξεργασία του, φθάνοντας έτσι στην οριστική μορφή του έργου. Ο Τένιελ ήρθε σε επαφή με το κείμενο τον Ιανουάριο του 1864 και στις 5 Απριλίου του ίδιου έτους συμφώνησε να αναλάβει την εικονογράφησή του. Τελικά το βιβλίο εκδόθηκε από τον οίκο MacMillan & Co., με τον τίτλο Alice’s Adventures in Wonderland (Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων), τον Ιούλιο του 1865, ενώ την εικονογράφησή του ανέλαβε ο Σερ Τζον Τένιελ.
O Κάρολ ανέλαβε πλήρως τα έξοδα της έκδοσης, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των υλικών και της διαφήμισης, καθώς και της αμοιβής του εικονογράφου. Ο εκδοτικός οίκος ανέλαβε με τη σειρά του την τελική παραγωγή και διανομή του βιβλίου. Η ασυνήθιστη για την εποχή συμφωνία, εξασφάλιζε στον Κάρολ απόλυτο έλεγχο της ποιότητας του τελικού προϊόντος, αν και θα τον επιβάρυνε παράλληλα σε μεγάλο βαθμό οικονομικά, σε περίπτωση εμπορικής αποτυχίας.
Η πρώτη έκδοση του βιβλίου περιλάμβανε δύο χιλιάδες αντίτυπα, ωστόσο ενώ ήδη πενήντα από αυτά είχαν προλάβει να βιβλιοδετηθούν, ο Κάρολ πληροφορήθηκε από τον Τένιελ πως δεν ήταν ικανοποιημένος από την ποιότητα εκτύπωσης των εικόνων του, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί το βιβλίο, επιβαρύνοντας οικονομικά τον Κάρολ. Το Νοέμβριο του 1865, η δεύτερη έκδοσή του, τυπώθηκε σε τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα, τα οποία ο Κάρολ χαρακτήρισε «τέλειο δείγμα καλλιτεχνικής εκτύπωσης». Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων γνώρισε πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ παραμένει έως σήμερα, ένα από τα δημοφιλέστερα λογοτεχνικά έργα. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από πενήντα γλώσσες, μεταξύ αυτών και τα Εσπεράντο.
Τα Χριστούγεννα του 1871, εκδόθηκε η συνέχεια του βιβλίου, με τίτλο Through the Looking-Glass and What Alice Found There, έχοντας ανάλογη επιτυχία. Ο Κάρολ ολοκλήρωσε επίσης μία ειδική έκδοση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, απευθυνόμενη σε παιδιά «από μηδέν έως πέντε ετών», με τίτλο The Nursery "Alice". Η έκδοση αυτή, κυκλοφόρησε το 1890 και περιείχε το αρχικό βιβλίο γραμμένο σε απλούστερη γλώσσα και με ορισμένες από τις αρχικές εικόνες του Τένιελ, σε έγχρωμη μορφή.
Η Άλις Λίντελ (φωτογραφία του Λιούις Κάρολ το 1858) |
Οι φήμες για παιδοφιλία
Εκτός από την Άλις, κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Λιούις Κάρολ είχε αρκετές "παιδικές φίλες" (child-friends, όπως ο ίδιος τις αποκαλούσε), νεαρά κορίτσια που βρίσκονταν στην προεφηβική περίοδο, ενώ παρουσιάζεται ως δεδομένη η αγάπη του και η προσήλωσή του στα παιδιά. Το γεγονός αυτό, έχει συχνά ερμηνευτεί από αρκετούς σύγχρονους βιογράφους του ως δείγμα παιδοφιλίας, σε πλατωνικό ωστόσο επίπεδο.
Η Άλις (δεξιά) και οι αδερφές της φωτογραφημένες από τον Κάρολ |
Προς υποστήριξη αυτής της ερμηνείας, προβάλλονται ρομαντικές και θερμές επιστολές του προς "παιδικές φίλες" καθώς και φωτογραφίες του - ορισμένες από αυτές γυμνές - που απεικονίζουν νεαρά κορίτσια. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Κάρολ, Μόρτον Ν. Κοέν, "δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε ποιον βαθμό, οι σεξουαλικές ορμές του Ντότζσον βρίσκονται πίσω από την προτίμησή του να ζωγραφίζει και να φωτογραφίζει γυμνά παιδιά. Εκείνος υποστήριζε πως η προτίμηση αυτή ήταν καθαρά αισθητική.
Ωστόσο, με δεδομένη την συναισθηματική του προσήλωση στα παιδιά καθώς και την εκτίμησή του απέναντι στις αισθητικές τους φόρμες, ο ισχυρισμός του ότι το ενδιαφέρον του ήταν αυστηρά καλλιτεχνικό, είναι αφελής".
Για την ιστορία να αναφέρουμε πως το 1863, όταν διακόπηκαν απότομα οι σχέσεις του με την οικογένεια Λιντέλ. Μέχρι προσφάτως, οι μελετητές υποστήριζαν ότι η ρήξη προκλήθηκε, επειδή ο Ντότζσον έκανε πρόταση γάμου στην ανήλικη Άλις.
Τα πραγματικά γεγονότα δεν ήταν γνωστά, γιατί έλειπαν οι σελίδες εκείνης της περιόδου από το ημερολόγιό του. Το 1996 όμως, η ερευνήτρια Κάρολιν Λιτς, εντόπισε τις χαμένες σελίδες και αποκάλυψε την αληθινή αιτία. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μιλάει για τη σχέση του Ντότζσον, όχι με τη 10χρονη κόρη, αλλά την ενήλικη γκουβερνάντα. Μάλιστα, η μεγαλύτερη αδελφή της Άλις, η 15χρονη Λορίνα, έτρεφε πολύ τρυφερά αισθήματα για τον νεαρό Αιδεσιμότατο και η οικογένειά της, έκρινε σκόπιμο να την απομακρύνει από αυτόν....
Η συγγραφέας υποστηρίζει πως η δεδομένη αγάπη του για τις παιδικές του φίλες έχει τονιστεί υπερβολικά, χωρίς να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για ενδεχόμενη παιδοφιλία, ενώ χαρακτηρίζει πολλές από τις παγιωμένες απόψεις γύρω από την προσωπικότητά του ως "μύθο" που έχει διατηρηθεί στο πέρασμα των χρόνων από την πλειοψηφία των βιογράφων του.
Από τις κομμένες σελίδες του ημερολογίου του Κάρολ |
Έπειτα από μελέτη των ημερολογίων του Κάρολ, καταλήγει στο συμπέρασμα πως πολλές από τις αποκαλούμενες παιδικές του φίλες ήταν στην πραγματικότητα μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ τονίζει και τις σχέσεις του με ενήλικες γυναίκες. H αμφισβήτηση των υποθέσεων περί παιδοφιλίας του Κάρολ, στηρίζεται επίσης στο επιχείρημα πως τέτοιου είδους σύγχρονες ερμηνείες, δεν λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες αντιλήψεις, σε ζητήματα αισθητικής και ηθικής, που ίσχυαν κατά τη Βικτωριανή εποχή.
Πάντως, αν ο Λιούις Κάρολ ζούσε σήμερα θα ήταν μεγιστάνας του πλούτου. Οι διασκευές της Αλίκης σε όλες τις μορφές της Τέχνης είναι αμέτρητες, όπως αμέτρητα είναι τα έργα που έχουν εμπνευστεί από αυτήν.
Επιμέλεια: Γιώτα Χουλιάρα
Συγγραφέας του βιβλίου Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας
Πηγές:
https://en.wikipedia.org/wiki/Lewis_Carroll
https://en.wikipedia.org/wiki/Alice%27s_Adventures_in_Wonderland
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.