Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Δημοσιογράφος
Συγγραφέας του βιβλίου Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας
Στο καπηλειό του Σαμ μαζευόταν όλοι οι πειρατές της περιοχής. Ο λόγος δεν ήταν μόνο το καλό κρασί που έρεε άφθονο στις κούπες τους, ούτε οι καλλονές από τα πέρατα της γης που αναλάμβαναν να τους ανακουφίσουν από την ένταση των ημερών στη θάλασσα.
Ήταν κυρίως γιατί στο μαγαζί του Σαμ είχε βρει καταφύγιο, τα τελευταία χρόνια, ένας από τους Ένδοξους. Έτσι αποκαλούσαν τη γενιά των πειρατών του Μαυρογένη που είχαν οργώσει όλες τις γνωστές και τις άγνωστες θάλασσες και είχαν ανακαλύψει αμύθητα πλούτη και πολιτείες που το μυαλό του ανθρώπου δεν μπορούσε να φανταστεί.
Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, παρά τα χρόνια του και από την λευκή σγουρή γενειάδα του κρεμόταν ακόμη κοράλλια και κοχύλια σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τα μαλλιά του ανέμιζαν στο ελαφρύ αεράκι που ερχόταν από τον ωκεανό και θύμιζε στο απάνεμο λιμάνι που βρισκόταν το καπηλειό ότι η ηρεμία δεν διαρκεί για πάντα.
Αν ήταν στις καλές του, σε άφηνε να τον κεράσεις ρούμι και σου έλεγε ιστορίες όπως εκείνη για το νησί του θανάτου όπου κατοικούσαν μαύρα πνεύματα. Άλλες φορές πάλι σου έλεγε για τις γυναίκες που γνώρισε, ξανθές μελαχρινές, κοκκινομάλλες, άσπρες μαύρες και κίτρινες. Όλες είχαν περάσει από το κρεβάτι του ή μάλλον εκείνος από το δικό τους.
Όταν όμως δεν μιλούσε, ήξερες πως σκεφτόταν εκείνη, τη μια και μοναδική που του είχε κλέψει την καρδιά και μαζί το χάρτη με τον θησαυρό. Τότε τα μάτια του γινόταν υγρά σα σύννεφα έτοιμα να τα αρμέξεις και η διάθεση του σκοτεινή σα τη θάλασσα. Εκεί όπου η γυναίκα που τον πρόδωσε, χάθηκε για πάντα.
Συγγραφέας του βιβλίου Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας
Στο καπηλειό του Σαμ μαζευόταν όλοι οι πειρατές της περιοχής. Ο λόγος δεν ήταν μόνο το καλό κρασί που έρεε άφθονο στις κούπες τους, ούτε οι καλλονές από τα πέρατα της γης που αναλάμβαναν να τους ανακουφίσουν από την ένταση των ημερών στη θάλασσα.
Ήταν κυρίως γιατί στο μαγαζί του Σαμ είχε βρει καταφύγιο, τα τελευταία χρόνια, ένας από τους Ένδοξους. Έτσι αποκαλούσαν τη γενιά των πειρατών του Μαυρογένη που είχαν οργώσει όλες τις γνωστές και τις άγνωστες θάλασσες και είχαν ανακαλύψει αμύθητα πλούτη και πολιτείες που το μυαλό του ανθρώπου δεν μπορούσε να φανταστεί.
Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, παρά τα χρόνια του και από την λευκή σγουρή γενειάδα του κρεμόταν ακόμη κοράλλια και κοχύλια σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τα μαλλιά του ανέμιζαν στο ελαφρύ αεράκι που ερχόταν από τον ωκεανό και θύμιζε στο απάνεμο λιμάνι που βρισκόταν το καπηλειό ότι η ηρεμία δεν διαρκεί για πάντα.
Αν ήταν στις καλές του, σε άφηνε να τον κεράσεις ρούμι και σου έλεγε ιστορίες όπως εκείνη για το νησί του θανάτου όπου κατοικούσαν μαύρα πνεύματα. Άλλες φορές πάλι σου έλεγε για τις γυναίκες που γνώρισε, ξανθές μελαχρινές, κοκκινομάλλες, άσπρες μαύρες και κίτρινες. Όλες είχαν περάσει από το κρεβάτι του ή μάλλον εκείνος από το δικό τους.
Όταν όμως δεν μιλούσε, ήξερες πως σκεφτόταν εκείνη, τη μια και μοναδική που του είχε κλέψει την καρδιά και μαζί το χάρτη με τον θησαυρό. Τότε τα μάτια του γινόταν υγρά σα σύννεφα έτοιμα να τα αρμέξεις και η διάθεση του σκοτεινή σα τη θάλασσα. Εκεί όπου η γυναίκα που τον πρόδωσε, χάθηκε για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.