«Deus vult! Deus vult!»
Οι ιαχές του πλήθους ηχούσαν ως ουράνια μουσική και ενώνονταν με τις ψαλμωδίες των επισκόπων. Η Piazza San Pietro ήταν ασφυκτικά γεμάτη από ανθρώπους κάθε ηλικίας που υμνούσαν τον Κύριο. Ο ήλιος έδινε μια ζεστή απόχρωση στη κόκκινη βελούδινη κάπα του και φώτιζε τα λευκά καθολικά του άμφια. Ανταποκριτές και δημοσιογράφοι απ΄όλο τον κόσμο μετέδιδαν τις εικόνες του θαύματος. Άνθρωποι όλων των λαών και των θρησκειών είχαν έρθει αυτό το Πάσχα στη Ρώμη για να γιορτάσουν την Ανάσταση αλλά και την Ένωση των δυο Εκκλησιών. Υπό την ηγεσία του Πάπα Φραγκίσκου, η αδερφή Ορθόδοξη Εκκλησία επέστρεφε στην αγκαλιά του Καθολικισμού. Την ίδια ώρα, κατά χιλιάδες Oρθόδοξοι, Mουσουλμάνοι και Eβραίοι ασπαζόταν τον Καθολικισμό αναγνωρίζοντας τη μια και μοναδική Eκκλησία του Θεού.
«Deus vult! Deus vult!»
Η κραυγή του λαού, για πρώτη φορά από το 1095, ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου. Μια ιαχή που είχε ως στόχο την ένωση των θρησκειών και τη λήξη όλων των αιρετικών αντιπαραθέσεων. Ο Καθολικισμός είχε νικήσει όλους τους πειρασμούς και αυτός, ένας Ιησουίτης, υπηρέτης του Θεού βρισκόταν στον παπικό θώκο για να οδηγήσει το ποίμνιο με ασφάλεια.
Πετάχτηκε ιδρωμένος. Έξω ξημέρωνε. Αναζήτησε το ποτήρι με το νερό που είχε πάντα δίπλα του. Ήπιε μια γουλιά και προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, αυτές που χανόταν ακόμη στον κόσμο των ονείρων. Για μια ακόμη φορά είχε δει το ίδιο προφητικό όραμα. Ήταν πλέον σίγουρος πως οι εικόνες που σχηματίζονταν κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα ήταν προμήνυμα αλλά και απάντηση σε ό,τι επιτακτικά αναζητούσε. Σηκώθηκε, φόρεσε τη μεταξωτή ρόμπα και χωρίς δεύτερη σκέψη προχώρησε προς το πεπρωμένο του.
«Deus vult! Deus vult!» ακούστηκε ξανά η φωνή μόνο που δεν ήταν ανθρώπινη. Ο Πάπας ήταν σίγουρος πλέον. Ήταν η φωνή του Θεού που τον καλούσε.
Ιερουσαλήμ, Ιανουάριος του 589 π.Χ.
«Κύριε γιατί αποστρέφεις το βλέμμα σου από τo λαό σου;»
Η φωνή των υιών του Ισραήλ έβγαινε σπαραχτική, θαρρείς από τα σπλάχνα της γης της Ιερουσαλήμ. Μέρες τώρα ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από μαύρα σύννεφα, ο αέρας μύριζε θειάφι και ο ευλογημένος λαός του Κυρίου μαστιζόταν από ασθένειες. Οι γέροι άφηναν τη τελευταία τους πνοή στα κρεβάτια τους, οι νέοι σωριάζονταν ξαφνικά στη μέση του δρόμου και τα παιδιά έμεναν άψυχα ενώ έπαιζαν. Ένα αόρατο χέρι περνούσε πάνω από τους άνδρες κάθε ηλικίας και έκοβε το νήμα της ζωής τους αφήνοντας τις γυναίκες να θρηνούν τραβώντας τα μαλλιά τους και ουρλιάζοντας.
Ο Ιερεμίας περπατούσε βιαστικά στους άδειους δρόμους της πόλης, παρά τη προχωρημένη ηλικία του. Είχε δώσει διαταγή σε όλους τους Ιερείς του Ναού και τους αξιωματούχους να μη κυκλοφορήσουν αυτή τη νύχτα. Πίσω του ακολουθούσε ο πιστός του γραμματέας, ο Βαρούχ. Γλίστρησαν βιαστικά στο Ναό που έμοιαζε έρημος και προχώρησαν στην αίθουσα με τα ιερά σκεύη. Ο Ιερεμίας έσκυψε και με όση δύναμη είχε, τράβηξε έναν κρίκο που προεξείχε από το πάτωμα. Το δάπεδο κύλησε και φάνηκε μια σκάλα που χανόταν στο σκοτάδι.
«Δάσκαλε, πού πάμε;», ρώτησε με αγωνία ο Βαρούχ τον προφήτη, ενώ τον βοηθούσε να κατέβει τα σκαλιά που όλο και πλήθαιναν κάτω από το λιγοστό φως του λυχναριού. Εκείνος δεν απάντησε όμως η έκφραση του προσώπου του δεν προμήνυε τίποτε καλό. Οι δυο τους συνέχισαν να κατεβαίνουν ώσπου έφτασαν σε μια μεγάλη σκοτεινή σάλα, κάτω από τα άδυτα των αδύτων, εκεί ακριβώς που σύμφωνα με το ραβινικό νόμο βρισκόταν η θεϊκή παρουσία.
Και τότε ο Βαρούχ τον είδε. Ήταν μια σκοτεινή τεράστια φιγούρα που μόλις και μετά βίας φαινόταν καθώς οι σκιές σκόρπιζαν τρομαχτικά παιχνιδίσματα στους υγρούς τοίχους. Όμως εκείνος ξεχώριζε ανάμεσα στους στιβαρούς κίονες, έξι δεξιά και έξι αριστερά, οι οποίοι κρατούσαν το θεϊκό οικοδόμημα του Σολομώντα σταθερό στη γη της Ιερουσαλήμ.
https://www.artstation.com/artwork/O3r1y |
«Ο Άγγελος του Θανάτου», ψέλλισε ο γραμματέας και από φόβο έσκυψε το κεφάλι εμπρός στη θεϊκή δύναμη. Όμως ο Ιερεμίας προχώρησε χωρίς να φοβάται και κοίταξε το αγγελικό πλάσμα ευθεία στα πύρινα μάτια του.
«Πάρε το σπαθί σου από το κεφάλι του λαού», είπε ο προφήτης.
«Είναι θέλημα Θεού ο λαός αυτός, ο αγαπημένος του λαός να ζήσει και να κυριαρχήσει στα πέρατα του κόσμου. Η μάχη των Αγγέλων τελείωσε. Δεν έχεις λόγο να συνεχίζεις να σπέρνεις το θάνατο.»
Ο Άγγελος γέλασε σαρκαστικά και το γέλιο αντήχησε στο οικοδόμημα. Ο Βαρούχ από φόβο έκλεισε τα αυτιά του και κουλουριάστηκε στα πόδια του Ιερεμία. Τότε, ακούστηκε η φωνή του. Ο Βαρούχ δεν είχε ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Έμοιαζε με το θόρυβο που κάνει ο βράχος όταν κυλά. Με τον ήχο της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Με τη κάψα του ήλιου στην έρημο. Του τρυπούσε το μυαλό και χωνόταν στη σάρκα του. Τέτοια ήταν η φωνή του.
«Προφήτη», είπε ο Άγγελος, «εσύ που έχεις τη δύναμη να δεις στο μέλλον, δεν είδες πόσο μάταιη είναι η ζωή του λαού σου και όλων των ανθρώπων; Δεν είδες πόσες καταστροφές θα δημιουργήσετε στο τέλειο οικοδόμημα του Θεού; Άραγε δεν είδες ότι το μόνο για το οποίο είστε άξιοι είναι οι αρρώστιες και ο θάνατος; Αυτό σας πρέπει. Αυτό σας παρέχω. Θα πεθάνετε υπό το βάρος των δυστυχιών και των ασθενειών που δεν μπορείτε να αντέξετε και αφού πεθάνετε ο Θεός θα σας ξεχάσει και η γη θα ξαναγίνει ο Παράδεισος που ήταν πριν την έλευσή σας».
Ο Βαρούχ άρχισε να τρέμει από το φόβο του. Ώστε αυτή ήταν η συμφορά που τους είχε βρει. Γι΄αυτό πέθαιναν τα αρσενικά πρώτα ώστε να μη μείνει κανείς να καρπίσει τη μήτρα των γυναικών. Η επιδημία θα τους τελείωνε όλους αργά ή γρήγορα. Οι μέρες του Ανθρώπου ήταν μετρημένες.
Σήκωσε φοβισμένος το κεφάλι να αντικρίσει το δάσκαλο του και τότε το είδε. Ο προφήτης ανάμεσα στα μακριά μανίκια του χιτώνα του κρατούσε κάτι που έλαμπε πιο πολύ και από το φως του ήλιου. Ήταν η χρυσή ιερή λαβίδα που είχε φτιάξει ο σοφός Χιράμ από τη φυλή Νεφθαλίμ με εντολή του Σολομώντα, ένα από τα ιερά σκεύη του Ναού, που ο μέγας βασιλέας των Ιουδαίων είχε ευλογήσει με τη ανυπέρβλητη σοφία του και τα λόγια που κρυφά του είχε εμπιστευτεί ο Κύριος.
Ο Ιερεμίας κατέβασε το γέρικο κεφάλι του και πλησίασε τον Άγγελο. Σχεδόν γονάτισε μπροστά του ικετευτικά.
«Σε παρακαλώ», ψέλλισε και την ώρα που το αρχαίο εκείνο πλάσμα της τάξης των Αγγέλων απέστρεψε το πρόσωπό του από το γέρο για να του δείξει ότι δεν είχαν καμία αξία τα παρακάλια του, ο προφήτης πετάχτηκε κρατώντας σφιχτά τη λαβίδα και του την κάρφωσε ανάμεσα στα πύρινα μάτια του, στο κέντρο του μετώπου. Η κραυγή που βγήκε από τα σωθικά του Αγγέλου ήταν τόσο δυνατή που ο Ναός σείστηκε και μια ρωγμή σχηματίστηκε στο δάπεδο. Ο Βαρούχ ούρλιαξε κι αυτός, περισσότερο από φόβο για τα δεινά που τους περίμεναν και σφάλισε τα μάτια του. Καθώς παραδινόταν στη δίνη του τρόμου του άκουσε το δάσκαλό του να απαγγέλλει κάποια περίεργα λόγια σε μια γλώσσα που δε γνώριζε, ενώ είδε τον Άγγελο να συρρικνώνεται. Από την πληγή στο μέτωπό του έβγαινε ένα σκούρο υγρό. Μ΄αυτό το υγρό, ο Ιερεμίας έφτιαξε το αστέρι του Δαβίδ και άρχισε να ψέλνει ρυθμικά.
Όταν ο Βαρούχ άνοιξε τα μάτια του, ώρες αργότερα, ο Ιερεμίας κρατούσε ένα ξύλινο κουτί που μέσα είχε έναν αμφορέα.
«Βοήθησέ με να το σφραγίσω», είπε στο γραμματέα του «και ετοιμάσου, θα κινήσουμε για την έρημο. Δεν πρέπει να βρει κανείς ό,τι έχει απομείνει αλλιώς η ανθρωπότητα θα χαθεί για πάντα.»
Βατικανό, Μάρτιος του 2020 μ.Χ.
Βατικανό, Μάρτιος του 2020 μ.Χ.
Ο Πάπας Φραγκίσκος προσευχόταν μόνος του μπροστά στην εικόνα της Santa Maria Maggiore. Η πλατεία του Αγίου Πέτρου ήταν άδεια και στους δρόμους της Ρώμης δεν κυκλοφορούσαν παρά μόνο αδέσποτα. Οι πολίτες, όσοι δεν είχαν πεθάνει από την περίεργη ασθένεια, είχαν κλειστεί στα σπίτια τους.
«In nomine patris, et filii, et spiritus sancti, amen», ψιθύρισε κάνοντας το σταυρό του όταν η φωνή που έμοιαζε με βράχο που κυλά σε φουρτουνιασμένη θάλασσα ακούστηκε πίσω του να λέει «Είναι αργά για συγχώρεση Μπεργκόλιο».
Ο Πάπας σήκωσε το κεφάλι του.
«Μπεργκόλιο, αυτό δεν είναι το όνομά σου πριν βαφτιστείς Φραγκίσκος για τα μάτια του καθολικού κόσμου;», συνέχισε ο Άγγελος.
Ο Πάπας έγνεψε καταφατικά. Στα πόδια, ακριβώς δίπλα του, βρισκόταν ένα ξύλινο κιβώτιο που μέσα του είχε έναν σπασμένο παλιό αμφορέα.
Πνευματικά δικαιώματα ©Γιώτα Χουλιάρα
Αθήνα 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.