Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Κεφάλαιο 1ο: Στην Αγιά Σοφιά





Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα 

Δημοσιογράφος
Συγγραφέας του βιβλίου «Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας» 





«Κωνσταντή»

Η Λένα τρόμαξε από την ίδια της τη φωνή καθώς καλούσε το στερνοπούλι της.

«Κωνσταντή», ξανάπε σχεδόν με λυγμό θέλοντας να ξορκίσει τη προηγούμενη ταραγμένη, σπαρακτική κραυγή της. Όμως, δεν απάντησε κανείς. Η Λένα έσβησε τη φωτιά, έριξε λίγο λάδι στα φασόλια και κοίταξε το ρολόι της κουζίνας. Έπρεπε τέτοια ώρα να είχε γυρίσει από το σχολείο εκτός κι αν.... 'Εκανε το σταυρό της. «Θεέ μου, φύλαγε μας, μην μας βρει κι άλλο κακό», μουρμούρισε. Σκούπισε τα πρησμένα από τις δουλειές χέρια της που είχαν ως μόνο κόσμημα τη βέρα του γάμου της, ίσιωσε τη ποδιά της, μάζεψε τις ατίθασες τούφες που είχαν ξεφύγει από τον αυστηρό κότσο με ένα τσιμπιδάκι και βάλθηκε να ετοιμάζει το τραπέζι.

Ένα πιάτο φασολάδα, ελιές, δυο κρεμμύδια και φρέσκο ψωμί. Το είχε ζυμώσει το πρωί. Σε λίγο ο Μανώλης, ο άνδρας της, θα γυρνούσε από τα χωράφια κουρασμένος.

«Κωνσταντή», φώναξε ξανά καθώς άκουσε την πόρτα του κήπου να τραντάζεται. Απόκριση καμία. Ο αέρας θα ήταν σκέφτηκε και κοίταξε ξανά το ρολόι. Το σχολείο πρέπει να είχε σκολάσει πριν από καμιά ώρα, αλλά ο γιος της ήταν άφαντος και η Λένα ανησυχούσε. Τέσσερα παιδιά είχε μεγαλώσει η Λένα πριν τον Κωνσταντή, το αποσπόρι της, τον Γιάννο, τον Θόδωρο, τον Δημήτρη και τον Θωμά. Και ήτανε μικρομάνα όταν γέννησε τον Γιάννο της. Μόλις δεκαεφτά χρονών κοπέλα ήτανε. Στα δεκάξι της την είδε ο Μανωλιός μια μέρα στο παζάρι και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. «Θα τη πάρω», είπε χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι όταν οι γονείς του διαφώνησαν. Μάταια η μητέρα του, Ελένη, προσπαθούσε να τον συνετίσει καθώς η νύφη ήταν φτωχή και ορφανή από πατέρα. Ο Μανωλιός δεν άκουγε. Όσο πιο πολύ η αρχόντισσα μητέρα του πρόβαλλε ως δικαιολογία τη καταγωγή της νύφης και την έλλειψη προίκας, τόσο εκείνος πείσμωνε. «Έχετε μεγάλη διαφορά ηλικίας », είπε η Ελένη σε μια προσπάθεια να αλλάξει τα μυαλά του του γιου της. Η αλήθεια είναι πως ο Μανωλιός περνούσε τη Λένα κατά δώδεκα χρόνια και λίγο παραπάνω, αλλά ο έρωτας όταν φουντώνει δεν λογαριάζει ούτε παράδες, ούτε καταγωγή, ούτε ηλικία. Και ο Μανωλιός αν δεν παντρευόταν τη Λένα, θα έσκαγε.

Αφού είδε και αποείδε η μάνα του, μίλησε με τον κύρη του, έβαλε το χέρι του και ο παπάς Λέανδρος που φοβόταν μήπως το γινάτι του Μανώλη για τη Λένα οδηγήσει σε βεντέτα και ο γάμος έγινε με δόξα και τιμή. Τα χρόνια που πέρασαν, έδειξαν ότι ο Μανώλης δεν θα μπορούσε να πάρει καλύτερη γυναίκα. Η Λένα στάθηκε βράχος δίπλα στον άντρα της και τον βοήθησε σε όλες τις φουρτούνες της καθημερινότητας. Του γέννησε και του μεγάλωσε τέσσερις γιους σαν τα κρύα τα νερά. Ο Γιάννος γρήγορα ανακάλυψε την αγάπη του για την θάλασσα και έγινε εμποροπλοίαρχος, ο Θόδωρος έγινε καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο, ο Δημήτρης γιατρός και ο Θωμάς άνοιξε την δική του δουλειά λίγο έξω από την Σπάρτη με τοπικά προϊόντα. Και τα τέσσερα αγόρια η Λένα τα γέννησε σχεδόν μ΄ένα χρόνο διαφορά και τα μεγάλωσε με αξιοθαύμαστη υπομονή. Όλοι είχαν να πουν τα καλύτερα για τη γυναίκα του Μανώλη που από φτωχή και άσημη βρέθηκε νύφη στο πιο ονομαστό αρχοντικό της Μάνης. Κάποιες τη ζήλεψαν για τη τύχη της γιατί ο Μανωλιός πέρα από πλούσιος, ήταν και ομορφάντρας. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και παρά τα προβλήματα που για όλους φυλάει η ζωή, η Λένα και ο Μανωλιός έβλεπαν τα παιδιά τους να προοδεύουν και ένιωθαν ευτυχισμένοι. Τότε ήταν που ο Γιάννος, εικοσιπέντε ετών παλικάρι πια, γυρνώντας από ένα ταξίδι και πάνω στη κουβέντα, μάλωσε τον πατέρα του. «Τόσα χρόνια ένα ταξίδι δεν τη πήγες τη μάνα μας», του είπε ο πρωτότοκος που είχε δει τη μάνα του να ρουφάει σα σφουγγάρι τις διηγήσεις από τα δικά του ταξίδια.

Ο Μανωλιός ντράπηκε, έσκυψε το κεφάλι, δεν είπε τίποτα, αλλά τον άλλο μήνα κανόνισε η Λένα να πάει με το τουριστικό πρακτορείο του κυρ- Ασημάκη από τη Σπάρτη στη Πόλη. Την εκδρομή οργάνωσε ο Σύλλογος Γυναικών της Εκκλησίας για να προσκυνήσουν στην Αγιά Σοφιά. Και έτσι η Λένα μαζί με τη Μαρία, την αδερφή του Μανώλη, και την Ειρήνη, πρώτη ξαδέρφη του άντρα της, και άλλες γυναίκες βρέθηκε στη Πόλη. Για πρώτη φορά θα ταξίδευε στα 43 της χρόνια. Την τρόμαξε το αεροπλάνο, αλλά δεν το είπε σε καμιά, από ντροπή καθώς οι άλλες είχαν ξαναταξιδέψει. Όταν έφτασε στη Πόλη, αν και δεν είχε ξαναπάει ποτέ, της φάνηκε πως το μέρος το είχε ξαναδεί. Μια οικειότητα και μια αγαλλίαση που ένιωσε σαν αντίκρισε το Βόσπορο. Η ψυχή της φτερούγισε πάνω από τα μυστηριώδη νερά του. Ένιωσε πρωτόγνωρα η Λένα. Πρωτόγνωρα και όμορφα μαζί. Μόνο οι αφίσες την είχαν τρομάξει. Παντού αφίσες του Τούρκου πρωθυπουργού. Αν και χαμογελούσε, η Λένα μέσα από το ψεύτικο χαμόγελο του ένιωθε μια απίστευτη κακία.

«Αφίσα είναι», της είπε γελώντας η Ειρήνη όταν της εκμυστηρεύτηκε τους φόβους της. «Αυτός παλιά ήταν Δήμαρχος στην Κωνσταντινούπολη», είπε ο οδηγός του λεωφορείου που συνόδευε την ομάδα των γυναικών στην Πόλη. Ήταν Ρωμιός, δηλαδή Έλληνας της Πόλης ο οδηγός, και ήξερε πολλά. «Από Δήμαρχος Πρωθυπουργός και αργότερα ποιος ξέρει τι», είπε σιγανά στα Ελληνικά από φόβο μήπως κάποιος τον ακούσει. Ήταν ο έμφυτος φόβος των Ρωμιών της Πόλης κάθε φορά που μιλούσαν Ελληνικά. Η Λένα έσκυψε το κεφάλι και άγγιξε το σταυρουδάκι που φορούσε. Είχε δίκιο τελικά που τον φοβόταν κάθε φορά που έβλεπε τη μορφή του στην αφίσα.

Ο φόβος της όμως πέρασε μόλις πάτησε στην Αγιά Σοφιά. Δάκρυσε μόλις μπήκε μέσα στον ιερό ναό της Χριστιανοσύνης. Από μικρό παιδί θυμόταν την γιαγιά της να της λέει ιστορίες για την Αγιά Σοφιά και τώρα έτρεμε από συγκίνηση. Τότε ήταν που άκουσε τις ψαλμωδίες. Ένας παπάς έψελνε, ήταν σίγουρη. Ακολούθησε τη μελωδική φωνή και τότε τον είδε. Ήταν ένας άνδρας ψηλός, μελαχρινός που φορούσε ένα στέμμα, αλλά στη βάση του στέμματος υπήρχαν μεγάλα αγκάθια που μπήγονταν με δύναμη θαρρείς στο κρανίο του αντρός και από κει πεταγόταν χοντρές, κόκκινες στάλες αίμα. Η Λένα τον πλησίασε και είδε τον πόνο στα μάτια του. Αυθόρμητα άπλωσε το χέρι της να του σκουπίσει το αίμα. «Όχι», της ψέλλισε εκείνος και πισωπάτησε. «Πρέπει να υποστώ τον πόνο. Αυτή είναι η μοίρα μου.» Αυτά τα λόγια ήταν και το τελευταίο που θυμόταν καθώς ξύπνησε στο ξενοδοχείο. Της είπαν πως είχε σωριαστεί καταμεσής της Αγιάς Σοφιάς και όλοι είχαν τρομάξει. Η Λένα ρώτησε για τον παπά που έψελνε και για τον άνδρα, αλλά η κουνιάδα της τη κοίταξε με απορία και σχεδόν με οίκτο. Αργά το βράδυ τις άκουσε να μιλούν σιγανά και να τη κοροϊδεύουν για τη συναισθηματική της φόρτιση, την οποία απέδωσαν στο γεγονός ότι η Λένα δεν είχε ξαναταξιδέψει. Εκείνη ντράπηκε και δεν μίλησε ξανά.

Λίγες εβδομάδες μετά το ταξίδι στη Κωνσταντινούπολη η Λένα ανακάλυψε πως ήταν έγκυος στα 43 της.«Η επιστήμη προχωράει», είπε ο γιός της ο Δημητρός που ήταν γιατρός, όταν το έμαθε. «Πλέον όλο και μεγαλύτερες γυναίκες γεννούν παιδιά», συμπλήρωσε. «Μπράβο πατέρα», είπε ο Γιάννος όταν τους πήρε τηλέφωνο από Σουέζ. «Ακόμη είσαι δυνατός ως γνήσιος Μανιάτης» και γέλασε. Από το τηλέφωνο ο χαρούμενος Γιάννος δεν είδε το προβληματισμένο βλέμμα του Μανωλιού.

«Μανώλη», είπε η Λένα το ίδιο βράδυ αφού άναψε το καντήλι και το έβαλε στο εικονοστάσι, «να σου εξηγήσω». «Σώπασε», είπε ο Μανώλης, δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. «Θα τον ονομάσουμε Κωνσταντή όταν γεννηθεί, το όνομα του παππού μου.»

-------------------------------------


(Το παραπάνω αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο από αδημοσίευτο έργο μου που απορρίφθηκε ως ακατάλληλο για έκδοση από τρεις εκδοτικούς οίκους) 



Ιδιοκτησία πνευματικών δικαιωμάτων Γιώτα Χουλιάρα 2019 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.