Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Κεφάλαιο 2ο: Η γέννα



Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Δημοσιογράφος
Συγγραφέας του βιβλίου «Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας» 



 Το πρώτο κεφάλαιο μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ



Ο πάπα Λέανδρος πριν κατηφορίσει για το σπίτι του έκανε μια στάση στο καφενείο για το καθιερωμένο τσιπουράκι.

«Τι να φέρω παπά μου», ρώτησε με χαμόγελο ο Σωτήρης μόλις είδε τον ψηλόλιγνο ιερέα να πλησιάζει.


«Ένα τσιπουράκι, Σώτο», είπε ο παπάς και βάλε και μεζεδάκι να ανοίξει η όρεξη πριν πάω στην παπαδιά»

«Να βάλω ωραίο τηγανητό γαυράκι;» ρώτησε ο Σωτήρης και ένα μισοειρωνικό βλέμμα κάλυψε το χοντρό του πρόσωπο. «Ύπαγε οπίσω μου Σατανά», φώναξε κάπως θεαματικά ο παπάς. «Σαρακοστή έχουμε καταραμένε. Ελιά και ντομάτα αρκούν. Άκου τηγανητό γαυράκι», και τόνισε την τελευταία του  πρόταση για να βεβαιωθεί ότι τον άκουσαν όλοι οι χωριανοί που είχαν ξεμείνει μεσημέρι Παρασκευής στο καφενείο. 

«Ό,τι πεις παπά μου», είπε ο Σωτήρης, έκανε μια θεατρική υπόκλιση και βρέθηκε πίσω από τον μεγάλο πάγκο για τις ετοιμασίες.

Ο παπάς προτίμησε να καθίσει μέσα. Αν και τέλη Μαρτίου ο καιρός ήταν ακόμη ψυχρός και ο ήλιος δεν αρκούσε για να τον ζεστάνει. Διάλεξε το τραπέζι δίπλα στο μεγάλο παράθυρο και σχεδόν σωριάστηκε στη ξύλινη καρέκλα. Γερνάω σκέφτηκε τρίβοντας τα γόνατά του. Αν και κόντευε τα 70, ο παπάς Λέανδρος, ψηλός και ευθυτενής καθώς ήταν, έμοιαζε νεότερος. Ο ίδιος όμως το τελευταίο διάστημα ένιωθε πως του είχε μείνειελάχιστος χρόνος. Το σώμα του μέρα με την ημέρα τον πρόδιδε. «Δεν έχεις τίποτα παπά μου», του είχε πει ο γιατρός που τον εξέτασε  στο νοσοκομείο της Σπάρτης όταν πήγε πριν μερικές εβδομάδες. «Για την ηλικία σου είσαι μια χαρά», συμπλήρωσε. Η αλήθεια είναι πως ο παπά Λέανδρος δεν έκανε ποτέ καταχρήσεις, δεν έτρωγε πολύ, δεν έπινε εκτός από κανά δυο τσιπουράκια και δεν είχε καπνίσει ποτέ του. Το τελευταίο διάστημα όμως ένιωθε το σώμα του βαρύ και το στομάχι του κόμπο. Ήταν κι εκείνα τα όνειρα που τον βασάνιζαν και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ξυπνούσε αξημέρωτα κι έτρεχε στην εκκλησία. Γονάτιζε μπροστά στο ιερό και παρακαλούσε τον Θεό να τον συγχωρέσει γιατί όταν έπρεπε αυτός να συγχωρέσει, δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. 


Πάνε χρόνια από κείνο το βράδυ που κλήθηκε να δείξει έμπρακτη συγχώρεση. Ο Λέανδρος ήταν μόνο 17 χρονών, κανονικά θα έπρεπε να είχε ξεχάσει, όμως δεν ξέχασε ποτέ. Την επόμενη ημέρα πήρε την απόφαση να γίνει παπάς για να ξεπλύνει την ντροπή. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Έτριψε τους κροτάφους του σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει γιατί νόμιζε πως άκουγε την φωνή της να τον ικετεύει να μην την διώξει.

«Έτοιμο το τσιπουράκι παπά μου.» Η φωνή του Σωτήρη διέκοψε τις σκέψεις του. «Ορίστε και τα μεζεδάκια σου, ντομάτα, αγγουράκι, ελιές και λίγη μελιτζανοσαλάτα που έφτιαξα σήμερα.»

«Αχ βρε αθεόφοβε, γιατί έβαλες τόσο πολλά;», είπε ο παπάς κάνοντας πως τον μαλώνει.

«Φάε ό,τι θες παπά μου, εκτός κι αν φοβάσαι μήπως και σε μαλώσει η παπαδιά αν πας στο σπίτι χορτάτος», είπε ο Σωτήρης και χασκογέλασε. 


«Άσε την παπαδιά Σώτο στην ησυχία της», είπε ο παπάς πιο σοβαρά και ο Σωτήρης αμέσως συμμαζεύτηκε. Κανείς στο χωριό δεν είχε να πει κακό λόγο για την παπαδιά που ήταν η προσωποποίηση της υπομονής και της ηρεμίας.  Ήταν ξενομερίτισσα, αλλά όλοι την αγαπούσαν λες και ήταν δικιά τους. Ο παπά Λέανδρος την είχε παντρευτεί με προξενιό και τη διάλεξε χωρίς να τη δει, μόνο από το όνομα.
«Αυτήν», είχε πει στη μάνα του όταν άκουσε τα ονόματα των κοριτσιών που είχαν στείλει προξενιό όταν μαθεύτηκε πως ο Λέανδρος πήγαινε για παπάς.

 «Την Ειρήνη;» ρώτησε διστακτικά η μάνα του. Εκείνος κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Και η Ειρήνη από την Τρίπολη έγινε παπαδιά και στάθηκε δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια κουβαλώντας το δικό του βάρος. Γιατί ο παπά Λέανδρος το ήξερε πως έχασε τέσσερα παιδιά, τα δυο στη γέννα και τα άλλα δυο στα μισά της εγκυμοσύνης, γιατί δεν ήταν άξιος να γίνει πατέρας.

Πήρε το ποτήρι με το τσίπουρο και το κατέβασε μονορούφι όχι για να ξεδιψάσει αλλά για να πνίξει τις σκέψεις του. Τότε ήταν που είδε τη Λένα του Μανώλη, τυλιγμένη στο μάλλινο σάλι της, να κατηφορίζει το δρόμο προς το σχολείο.

«Θα ψάχνει πάλι το αποσπόρι της», είπε ο Σωτήρης που ήρθε να γεμίσει το άδειο ποτήρι του παπά με τσίπουρο. «Αλήθεια παπά μου έμαθες τι έκανε χθες πάλι ο μικρός;» Και πριν ο παπάς προλάβει ν΄απαντήσει ο καφετζής άρχισε να εξιστορεί πως ο Κωνσταντής βγήκε στη μέση της πλατείας και άρχισε να μιλάει για το Βυζάντιο. Μαζεύτηκαν όλοι οι χωριανοί και τον χειροκροτούσαν.« Κι άλλο» φώναζε το πλήθος και στο τέλος τον έβαλαν να τους απαγγείλει ένα ποίημα, αυτό που άρεσε πολύ στον Κωνσταντή, ο Σωτήρης δεν το θυμόταν. «Η δίψα στο Μυστρά του Γιάννη Ρίτσου», είπε ο παπάς. «Ναι, αυτό παπά μου. Αυτός ο μικρός το ΄χει χαμένο», συνέχισε ο Σωτήρης και καμωνόταν περιπαικτικά τον Κωνσταντή. 


«Φτάνει.» Η φωνή του παπά τρόμαξε τον Σωτήρη και έκανε τους θαμώνες που γελούσαν όση ώρα ο καφετζής εξιστορούσε τα καμώματα, όπως έλεγε, του Κωνσταντή, να χαμηλώσουν το κεφάλι.  


«Να κοιτάτε τις δουλειές εσείς και ν΄αφήσετε τον Κωνσταντή ήσυχο. Δεν ντρέπεστε βρε μέσα στη Σαρακοστή να κοροϊδεύετε το παιδί;» 

 «Μόλις περάσει η Σαρακοστή μπορούμε να τον κοροϊδεύουμε παπά μου», ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του καφενείου, όπου καθόταν ο Μήτσος με την παρέα του. «Άμα πάρω τη μαγκούρα θα σας πω ποιον θα κοροϊδεύετε», είπε ο παπάς και σηκώθηκε θυμωμένος. «Παπά μου τι είναι αυτά; Εσύ είσαι άνθρωπος του Θεού», μπήκε στη μέση ο Σωτήρης φοβούμενος μήπως ανάψουν τα αίματα. Ήξερε πως και ο πάπας Λέανδρος αλλά και ο Μήτσος ήταν οξύθυμοι. «Ακριβώς, άνθρωπος είμαι κι όχι Θεός», ύψωσε τον τόνο της φωνής του ο παπάς «και θυμώνω όταν βλέπω το άδικο.Τον Κωνσταντή δεν θα τον ξαναπειράξετε», είπε και χτύπησε το χέρι του με δύναμη στο τραπέζι.  Όλοι συμφώνησαν και ο παπάς κάθισε ξανά. Κοίταξε από το παράθυρο αλλά δεν είδε πουθενά τη Λένα. Θα μπήκε στο σχολείο σκέφτηκε και ήπιε πάλι μονορούφι το δεύτερο ποτηράκι τσίπουρο. 


Μεμιάς του ήρθε στο μυαλό η εικόνα του Μανώλη όταν λίγο πριν γεννήσει η Λένα είχε έρθει να εξομολογηθεί. Κάπως περίεργα ήταν τα λόγια του σ΄εκείνη την εξομολόγηση. Γεμάτα υποψίες, αλλά τίποτε ξεκάθαρο. Κάτι τον βασάνιζε. Ο πάπας Λέανδρος δεν μπορούσε να καταλάβει. «Βρε μήπως έμπλεξες με καμία μικρούλα τώρα στα γεράματα;» τον ρώτησε. «Όχι παπά μου» είπε ο Μανώλης και έκανε το σταυρό του. «Εσύ το ξέρεις πως από τότε που παντρεύτηκα τη Λένα άλλη γυναίκα δεν έβαλα στο κρεβάτι μου.» «Ούτε πήγες σε κρεβάτι άλλης γυναίκας Μανώλη;» ρώτησε ο παπάς. «Αυτά είναι πια παρελθόν, παπά μου», είπε ο Μανόλης. «Εσύ το ξέρεις»,επανέλαβε. 

Το ήξερε ο παπάς γιατί αυτός είχε πείσει τη μητέρα του Μανώλη να δεχτεί το γάμο του με τη φτωχή και ορφανή από πατέρα Λένα. Βλέπεις είχε καταλάβει πως ο Μανώλης έλιωνε από έρωτα. Σκέφτηκε πως ήταν και ευκαιρία να μαζευτεί και να νοικοκυρευτεί, γιατί ο Μανώλης στα νιάτα του ήταν ομορφάντρας, γλετζές και λάτρης του ποδόγυρου. Δεν είχε αφήσει θηλυκό που να μην ξελογιάσει στα γειτονικά χωριά. Κάποιες παντρεμένες, μάλιστα, δεν δίστασαν να ανοίξουν και το σπιτικό τους για να μπει ο Μανώλης κρυφά από το σύζυγο. Μια απ΄αυτές ήταν η Αρετή, που είχε στο κορμί όλες τις αρετές και χάρες.Ο άντρας της ήταν έμπορος και έκανε συχνά ταξίδια. Αυτά τα ταξίδια εκμεταλλεύτηκε και ο Μανώλης και σ΄ένα πανηγύρι ξελόγιασε την Αρετή. Η φλόγα ήταν τέτοια που η γυναίκα δεν δίστασε να βάλει στη κάμαρα της το νεαρό τότε Μανώλη. Έκτοτε, ο Μανώλης είχε ελευθέρας για το σπίτι της Αρετής στη Σπάρτη κάθε φορά που εκείνη του έστελνε μήνυμα ότι ο έμπορος άντρας της έφυγε για δουλειές. Όμως οι κάψες της νιότης δεν κρατούν για πάντα, ο πάπα Λέανδρος το ήξερε αυτό. Το ίδιο έγινε και με την κάψα του Μανώλη για την Αρετή που τέλειωσε μερικούς μήνες αργότερα, καθώς ο νέος βρήκε άλλο ερωτικό ενδιαφέρον. Την ίδια περίοδο ήταν που μαθεύτηκε ότι η Αρετή έμεινε έγκυος. Ευτυχώς, ο άντρας της άνοιξε παρτίδες με την Αθήνα και μόλις γεννήθηκε το παιδί, το ζευγάρι μετακόμισε. Από τότε κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν. Το διώροφο στη Σπάρτη το πούλησαν και δεν γύρισαν ποτέ πίσω.

Λίγο αργότερα τη θέση της Αρετής  πήρε μια Μαρία από την Τρίπολη, ο άντρας της οποίας ήρθε ένα βράδυ και έψαχνε το Μανώλη, λέγοντας ότι του μαγάρισε τη γυναίκα. Ο παπά Λέανδρος τότε ανέλαβε να τον ηρεμήσει, τον κέρασε κανά δυο τσίπουρα στο καφενείο, τον πήρε και στο σπίτι του. Έβαλε την παπαδιά να στρώσει τραπέζι, τον τάισε και τον κοίμισε. Την επομένη τον έστειλε στην Τρίπολη άλλο άνθρωπο. Ήρεμο άνθρωπο και σίγουρο πως η γυναίκα του είναι τίμια.


Όταν ο Μανώλης, κοντά στα τριάντα, ερωτεύτηκε τη Λένα και ήθελε να την παντρευτεί, ο παπάς σκέφτηκε πως ήταν μοναδική ευκαιρία καθώς η κοπέλα και όμορφη ήταν και νέα. Και σίγουρα θα καταλάγιαζε την ορμή του Μανώλη. Και είχε δίκιο. Ένιωθε μάλιστα δικαιωμένος για την επιλογή του να παρέμβει μέχρι εκείνη την ημέρα της εξομολόγησης του Μανώλη. 

«Δεν είναι δικό μου το παιδί, παπά.» 
«Ποιο παιδί; ρώτησε ο πάπα Λέανδρος. 
«Αυτό που θα γεννήσει η Λένα», είπε ο Μανώλης και έσκυψε το κεφάλι.
«Τι λες βρε;» είπε ο παπάς.« Κατηγορείς τη γυναίκα σου; Την αποκαλείς μοιχαλίδα; Μανώλη πρόσεξε, γιατί αυτό είναι αμαρτία.»
 «Όχι παπά μου δεν την κατηγορώ, απλά να, εγώ κι η Λένα δεν είχαμε σμίξει. Είμαι και μεγάλος πια. Και έπειτα, να, μάθαμε για τη εγκυμοσύνη της Λένας μετά το ταξίδι στη Πόλη», είπε ντροπιασμένος ο Μανώλης. 

Ο παπάς ξεροκατάπιε. «Μανώλη» είπε ζυγιάζοντας καλά τα λόγια σου, «θέλω να σκεφτείς καλά τι λες και να μην κατηγορείς τη γυναίκα σου. Η Λένα ήταν πάντα μετρημένη και ποτέ δεν έδωσε δικαιώματα. Αποκλείεται να συμβαίνει αυτό που λες. Θα ήπιες κάποιο βράδυ παραπάνω στο καφενείο και γυρνώντας σπίτι»,  είπε ο παπάς,  «ε,γυρνώντας σπίτι δεν θα θυμάσαι τι έκανες μαζί της στο κρεβάτι.» «Λες παπά μου;» ρώτησε ο Μανώλης και η ελπίδα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Λέω βρε αθεόφοβε», είπε ο παπάς και έκανε το σταυρό του. «Τώρα που το λες παπά μου», συνέχισε ο Μανώλης, όλο χαμόγελο, «η Λένα τόσα χρόνια που είμαστε μαζί ποτέ δεν μου είπε όχι στο κρεβάτι.» «Φτάνει βρε», είπε ο παπάς, «δεν μ΄ενδιαφέρουν αυτά.»

Ο Μανώλης έφυγε ανακουφισμένος εκείνη την ημέρα και ο παπάς χασκογέλασε γιατί ήταν σίγουρος πως ο Μανώλης άρχισε να γερνά και να έχει αμφιβολίες για τον ανδρισμό του. Όμως, λίγες μέρες πριν τη γέννα ήρθε και η Λένα και του έλεγε κάτι περίεργα για το ταξίδι της στην Πόλη. 
«Μήπως σε ξελόγιασε κανείς Λένα μου;» τόλμησε να ρωτήσει ο παπάς στο τέλος. 
«Όχι, παπά μου, στο ορκίζομαι» είπε η γυναίκα. Δεν είχε λόγο να μην την πιστέψει, αλλά ακολούθησαν κι άλλα περίεργα γεγονότα πριν τη γέννα του Κωνσταντή που έκαναν τον πάπα Λέανδρο να αναρωτιέται τι συνέβη πραγματικά στο ταξίδι της Λένα στην Πόλη.

Ήταν Φεβρουάριος κι έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ. Η Λένα θα γεννούσε με καισαρική λόγω ηλικίας είχε πει ο γιατρός. Ήταν πια 44 ετών. Το επόμενο πρωί θα έφευγαν για Αθήνα και θα έμεναν στο σπίτι του Γιάννου, του πρωτότοκου τους, του γιατρού. Είχε κανονίσει να γεννήσει η μάνα του στο νοσοκομείο που εργαζόταν. Όμως, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει. Τα νερά έσπασαν με τη δύση του ηλίου. Η Λένα ήταν μόνη στο σπίτι καθώς ο Κωνσταντής είχε πεταχτεί για κάποιες τελευταίες δουλειές μέχρι την Σπάρτη. Ευτυχώς για καλή της τύχη πέρασε από το σπίτι η αδερφή του Μανώλη, η Μαρία,  και βρήκε την ετοιμόγεννη γυναίκα στην κουζίνα με ανοιχτά τα πόδια να κοιλοπονά. Την βοήθησε να πάει μέχρι το κρεβάτι και κάλεσε την γιαγιά Διαμάντω, μια γριά 80 ετών που στα νιάτα της ήταν μαμή. 

«
Δεν προλαβαίνετε να πάτε στο νοσοκομείο. Το παιδί θα γεννηθεί απόψε», είπε η Διαμάντω και άρχισε να εξηγεί στις υπόλοιπες γυναίκες που στο μεταξύ μαζεύτηκαν τι έπρεπε να κάνουν. Και έτσι γεννήθηκε ο Κωνσταντής, ένα κρύο βράδυ του Φλεβάρη, που φυσούσε και το φεγγάρι φώτιζε τον ουρανό και έριχνε το φως του επάνω στα κάστρα του Μυστρά, τα οποία έλαμπαν πρωτόγνωρα στο σκοτάδι.



 

Ιδιοκτησία πνευματικών δικαιωμάτων Γιώτα Χουλιάρα
2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.