Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Μυθοπλάστες, παραμυθάδες και αφηγητές!


 

Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Δημοσιογράφος

Συγγραφέας του βιβλίου Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας 

Πολλοί φίλοι ρωτούν πώς προέκυψε η ονομασία του προσωπικού μου διαδικτυακού χώρου. 

Ο γαελικός όρος seanchaí, που αναφέρεται πρώτος στο λογότυπο του ιστολογίου, σημαίνει τον αφηγητή. Στη Σκωτία ονομάστηκαν seanchaidh. Μια συνηθισμένη αγγλική ορθογραφία της ιρλανδικής λέξης είναι shanachie.
Η λέξη seanchaí, η οποία γράφτηκε ως seanchaidhe πριν από τη μεταρρύθμιση ορθογραφίας της Ιρλανδίας το 1948, σημαίνει ο κομιστής της "παλιάς γνώσης" (seanchas).




Ουσιαστικά,  ήταν εκείνοι που μέσα από αφηγήσεις, χειρονομίες και μικρές, ιδιαίτερες παραστάσεις εξιστορούσαν παραμύθια και ιστορίες από γενιά σε γενιά. Πολλοί μάλιστα πέρασαν κομμάτια της ιρλανδικής και κέλτικης μυθολογίας και λαογραφίας στους βάρδους και τραγουδιστές του Μεσαίωνα. Δηλαδή, ήταν ένα είδος θεματοφύλακα των ιστοριών της προ-χριστιανικής περιόδου.


Η λέξη bards, η δεύτερη λέξη στο λογότυπο του ιστολογίου, προέρχεται από την ελληνική λέξη βάρδος, που σημαίνει ποιητής και τραγουδιστής. Στους αρχαίους Κέλτες, ο βάρδος εξυμνούσε ηγεμόνες και ήρωες, κρατώντας ζωντανή την προφορική ιστορική παράδοση. Όπως και οι ραψωδοί της αρχαίας Ελλάδας, έτσι και οι βάρδοι απήγγειλαν μπροστά σε κοινό επικά ή λυρικά ποιήματα.

Οι ραψωδοί συνήθως συναρμολογούσαν /συνέρραπταν ποιήματα, έφτασαν όμως να απαγγέλουν ρυθμικά καταγεγραμμένα έπη άλλων ή δικά τους. Όπως παραδίδει ο Πλάτωνας, κάθε ραψωδός είχε στην κατοχή του τουλάχιστον μια μικρή συλλογή από επικά ποιήματα, άλλων ή δικά του. Λέγεται ότι ο Όμηρος ήταν ο πρώτος που κράτησε ραβδί, εγκαινιάζοντας το είδος των ραψωδών. Οι ραψωδοί μετακινούνταν από τόπο σε τόπο απαγγέλοντας τα έπη τους και ήταν οργανωμένοι σε επαγγελματικά σωματεία.



Οι απαγγελίες γινόταν κυρίως στις μεγάλες γιορτές των Ελλήνων, ώστε τα έπη να ακούγονται παντού όπου υπήρχαν Έλληνες. Η γενική πορεία της απαγγελίας του ποιήματος και των επεισοδίων του, μάλλονμ σχεδιαζόταν εκ των προτέρων, γιατί δεν ήταν δυνατό να διακόψει ο ραψωδός για να σκεφτεί πώς θα παρουσιάσει κάποιο επεισόδιο. Στη γιορτή των Παναθηναίων, εναλλασσόμενοι ραψωδοί απήγγειλαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και οφείλονται πολλά στον σεβασμό που έδειξαν στα έργα αυτά, ώστε να διασωθούν μέχρι σήμερα.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη, οι ραψωδοί της αρχαίας Ελλάδας και οι βάρδοι της κέλτικης παράδοσης αποκαλούνται πλέον Τροβαδούροι και Τρουβέροι, οι οποίοι μέσα σε ταβέρνες (καπηλειά) τραγουδούσαν έναντι αμοιβής για τον πόλεμο και τον έρωτα, έλεγαν άσεμνα τραγούδια αλλά και μπαλάντες για τα κατορθώματα των ηρώων.



Οι τροβαδούροι ήταν ευγενείς και μορφωμένοι, κυρίως ιππότες, τραγουδιστές, λυρικοί ποιητές και μουσικοί, που έζησαν γύρω στον 11ο αιώνα στη Μεσημβρινή Γαλλία, νότια του Λίγηρα ποταμού και ιδιαίτερα στην Προβηγκία. Η ονομασία τους προήλθε από το ρήμα trouvar-trobar, δηλαδή βρίσκω, εφευρίσκω, επινοώ μια καινούρια μουσική. Τρουβέροι λέγονται οι αντίστοιχοι Γάλλοι μουσικοί που έζησαν όμως στη Βόρεια Γαλλία. Τα τραγούδια των τροβαδούρων ήταν κατά κύριο λόγο λυρικά, και κινήθηκαν κυρίως γύρω από τις θεματικές της προσωπικής περιπέτειας, του «ευγενούς έρωτα», της εξιδανίκευσης των σχέσεων. 

Οι αντίστοιχοι των Τροβαδούρων στη Γερμανία, είναι οι Ερωτοτραγουδιστές. Εμφανίζονται το 13ο αιώνα και οι επιρροές τους καθώς και τα θέματά τους είναι παρόμοια. Το 14ο αιώνα, οι Ερωτοτραγουδιστές παρακμάζουν και στη θέση τους εμφανίζονται οι Αρχιτραγουδιστές, οι οποίοι ανήκουν στην αστική τάξη και ιδρύουν σχολές μουσικής που λειτουργούν με κανονισμούς και ιεραρχία.

Από τα παραπάνω ξεπήδησαν τα σημερινά γνωστά ως παιδικά παραμύθια.


Σε όλη τη διάρκεια της ανθρώινης ιστορίας υπήρχαν αφηγητές επειδή οι άνθρωποι απολαμβάνουν ιστορίες. Αυτό ισχύει για όλες τις φυλές και όλες τις περιόδους. Η αφήγηση μιας ιστορίας αποτελούσε αγαπημένη τέχνη και διασκέδαση μεταξύ των φυλών της Ιρλανδίας και της Σκωτίας και μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου τους προερχόταν από προχριστιανικές πηγές.

Στις παλαιές αυτές ημέρες  υπήρχαν επαγγελματίες αφηγητές, χωρισμένοι σε καλά καθορισμένες τάξεις. Υπήρχαν οι ollaimh (καθηγητές), οι filÌ (ποιητές), οι baird (bards) και οι seanchaithe (ιστορικοί, αφηγητές), των οποίων το καθήκον ήταν να γνωρίζουν από μνήμης τις ιστορίες, τα ποιήματα και την ιστορία της φυλής τους με σκοπό την ψυχαγωγία και τον έπαινο των αρχηγών. Γι ' αυτές τους τις ικανότητες ανταμείφθηκαν από τους προστάτες τους, αλλά η κατάρρευση της γαελικής τάξης μετά τη μάχη του Kinsale το 1601-2 και του Culloden στη Σκωτία (1746), εξαφάνισαν τις αριστοκρατικές τάξεις που διατήρησαν τους ποιητές και μείωσαν το ρόλο των ιστορικών και των αφηγητών. 

Η αφήγηση των ιστοριών ήταν, φυσικά, μία από τις κύριες μορφές διασκέδασης στον κόσμο των απλών λαϊκών και η λαϊκή ιρλανδική παράδοση εμπλουτίστηκε από τα απομεινάρια των λαϊκών παραδόσεων, των θρύλων και των μύθων.


Στην ουσία όλοι οι παραπάνω είναι μυθοπλάστες, δηλαδή αυτοί που πλάθουν, διαμορφώνουν τους ήδη γνωστούς μύθους, θρύλους και παραδόσεις σε λαϊκά ακούσματα.







Όπως αναφέρω στην εισαγωγή του βιβλίου μου «Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας» και πιο συγκεκριμένα στη σελίδα 27:


«Πιθανώς, κατά την εποχή του Ώριμου Μεσαίωνα τα παραμύθια άρχισαν να αποτελούν μέσο διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Στα κάστρα της εποχής εκείνης διοργανώνονταν συμπόσια, όπου οι τροβαδούροι και οι γελωτοποιοί τραγουδούσαν ή έλεγαν παραμύθια για να διασκεδάσουν τους άρχοντες και την ακολουθία τους. Οι τροβαδούροι ήταν ευγενείς και μορφωμένοι, κυρίως ιππότες, τραγουδιστές, λυρικοί ποιητές και μουσικοί, οι οποίοι έζησαν γύρω στον 11ο αιώνα στη Μεσημβρινή Γαλλία, νότια του Λίγηρα ποταμού και ιδιαίτερα στην Προβηγκία. Η ονομασία τους προήλθε από το ρήμα trouvar/trobar, δηλαδή βρίσκω, εφευρίσκω, επινοώ μια καινούρια μουσική. Τα τραγούδια των τροβαδούρων ήταν κατά κύριο λόγο λυρικά, και κινήθηκαν κυρίως γύρω από τις θεματικές της προσωπικής περιπέτειας, του «ευγενούς έρωτα», της εξιδανίκευσης των σχέσεων. Πιστεύεται ότι είναι η εποχή όπου άρχισαν να διαμορφώνονται τα γνωστά παραμύθια και να αποκτούν χριστιανικά χαρακτηριστικά. Ίσως πάλι να είναι και η εποχή που απέκτησαν τις περισσότερες αλληγορίες ώστε να γίνονται κατανοητά μόνο από τους μυημένους στην αρχική τους γνώση.

Οι γελωτοποιοί ήταν προφανώς εκείνοι που έδωσαν στα παραμύθια τη δική τους πικάντικη ή και σατυρική πινελιά. Ο γελωτοποιός (αγγλ. fool ή jester·γαλλ. bouffon) είναι πρόσωπο του οποίου η τρέλα ή η ηλιθιότητα, πραγματική ή προσποιητή, αποτελεί πηγή γέλιου και του επιτρέπει να χωρατεύει, να κουτσομπολεύει ή να ειρωνεύεται ακόμη και τον κύριό του. Οι γελωτοποιοί έγιναν απαραίτητοι στους ηγεμόνες της Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου τους ονόμαζαν «Fous de cour» και «Fous en titre d'office». Ήταν σχεδόν πάντοτε νάνοι, δύσμορφοι και καμπούρηδες, φορούσαν στο κεφάλι καπέλο με αυτιά γαϊδάρου και λειρί σαν του πετεινού, κουδούνια στην υπόλοιπη περιβολή τους και κρατούσαν στα χέρια κορύνη σαν σκήπτρο. Στις γιορτές των Τρελών, όπως ονομάστηκαν το Μεσαίωνα οι γιορτές όπου οι γελωτοποιοί έλεγαν ανέκδοτα ή σατυρικές ιστορίες, φαίνεται πως απέκτησαν τις ανθρώπινες ιδιότητες τους τα ζώα των παραμυθιών, όπου γάιδαροι, πετεινοί, γουρούνια και άλλα ζώα τραγουδούν, χωρατεύουν και τσακώνονται μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γερμανικό παραμύθι «Οι Μουσικοί της Βρέμης» (Die Bremer Stadtmusikanten) με πρωταγωνιστές τον γάιδαρο, τον σκύλο, τη γάτα και τον πετεινό που ξεγελούν τους ανθρώπους και ζουν τελικά ελεύθεροι και ευτυχισμένοι.»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.