Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»: Το συγκινητικό κοινωνικό παραμύθι του Άντερσεν

 

The Little Match Girl illustrated by Janet and Anne Grahame Johnstone



Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα 


«Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες - αφού ανήκανε στη μητέρα της - και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν' αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του....» Το μικρό κορίτσι με τα σπίρτα - Η αρχή του παραμυθιού από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν


Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι μιας χιονισμένης πόλης - χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα - βάδιζαν βιαστικοί προς τα γιορτινά τους σπίτια, αγνοώντας μία μικρή ορφανή πλανόδια πωλήτρια. Με σβησμένη φωνή, ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε αλλά πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει. Τότε, μια άμαξα πέρασε γρήγορα και η μικρή μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Το ένα της τσόκαρο τινάχτηκε μακριά - ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά το πήρε και έφυγε τρέχοντας - ενώ τα σπίρτα έπεσαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν στον υγρό δρόμο. Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιός της, αφού το σπίτι και η οικογένεια ήταν μία μακρινή ανάμνηση γι' αυτή.

Έκανε παγωνιά, αλλά φοβόταν να γυρίσει στην τρώγλη της, καθώς ο πατέρας της θα την χτυπούσε μην έχοντας πουλήσει τα σπίρτα. Σε κάποιο παράθυρο είδε ένα στολισμένο δωμάτιο και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της. Τότε βούρκωσε. Αποκαμωμένη και μελαγχολική βρήκε καταφύγιο σε μια γωνιά και άναψε ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Στην λάμψη τους είδε αρκετά υπέροχα οράματα, συμπεριλαμβανομένων ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου και γιορτινών διακοπών.

Το κορίτσι κοίταξε προς τον ουρανό είδε ένα πεφταστέρι και θυμήθηκε τη γιαγιά της που είχε πεθάνει να λέει πως ένα τέτοιο αστέρι σημαίνει πως κάποιος που πέθανε, πάει στον παράδεισο. Καθώς άναψε το επόμενο σπίρτο, είδε ένα όραμα με την γιαγιά της, το μόνο άνθρωπο που την αντιμετώπισε με καλοσύνη και αγάπη. Άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να κρατήσει το όραμα της γιαγιάς κοντά της για όσο περισσότερο μπορούσε. Τελειώνοντας τα σπίρτα, το κοριτσάκι πέθανε και η γιαγιά της μετέφερε το πνεύμα της στον παράδεισο. Το επόμενο πρωί περαστικοί βρήκαν το νεκρό παιδί στην γωνιά, τριγυρισμένο από αναρίθμητα καμένα σπίρτα.





Το «Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» (Den Lille Pige med Svovlstikkerne) είναι μία ιστορία που έγραψε ο Δανός ποιητής και συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Το παραμύθι, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1845, αναφέρεται στα όνειρα ενός φτωχού κοριτσιού την Παραμονή Πρωτοχρονιάς καθώς περιφέρεται παγωμένο και πεινασμένο στο δρόμο μιας μεγαλούπολης. Λέγεται πως η πηγή της ιστορίας του Άντερσεν ήταν μία ευρέως δημοφιλής ξυλογραφία του Δανού καλλιτέχνη Γιόχαν Τόμας Λούντμπι  η οποία απεικονίζει ένα φτωχό παιδί να πουλάει σπίρτα και τυπώθηκε στο ημερολόγιο του 1843. Πολλές απεικονίσεις του συγκεκριμένου έργου είχαν σταλεί στον Άντερσεν από τον εκδότη του ημερολογίου, ζητώντας του να γράψει μία ιστορία.  Μία άλλη πηγή έμπνευσης θα μπορούσε να είναι το ταξίδι που πραγματοποίησε ο  Άντερσεν στην Μπρατισλάβα, το 1841, όπου έγινε μάρτυρας του τρόπου με τον οποίο η πόλη Ντέβιν κάηκε και οι γυναίκες έψαχναν για τα χαμένα τους παιδιά.


Ανεξάρτητα από την πηγή της έπνευσής της, η ιστορία του Άντερσεν επικεντρώνεται στα δεινά των φτωχών παιδιών που υποφέρουν αδικαιολόγητες δυσκολίες μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκαν σε λάθος κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Αν και πολλοί έχουν την ίδια μοίρα ακόμη και στις μέρες μας, οι συνθήκες διαβίωσης για τα παιδιά των φτωχών ήταν ιδιαίτερα άθλιες στην εποχή του Άντερσεν. Επίσης, η ταραγμένη παιδική του ηλικία ήταν το ερέθισμα που του έδωσε μια έντονα προσωπική προοπτική και μια βαθιά ευαισυησία απέναντι στα φτωχά και δυστυχισμένα παιδιά. Από αυτή την άποψη, το παραμύθι του Άντερσεν είναι μια ιστορία που δίνει φωνή στους άφωνους και υποστηρίζει μια πιο συμπονετική μεταχείριση προς τους καταπιεσμένους.

Eίναι μια ιστορία που απεικονίζει εμφατικά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα αθώο κορίτσι ενάντια στον σκληρό και άκαρδο κόσμο. Εδώ είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε προς δεν πρόκειται για μια ιστορία έκκλησης για οίκτο. Το παραμύθι του Άντερσεν δεν εκλιπαρεί για καλοσύνη. Αντίθετα δίνει έμφαση στο τρόπο που  πρέπει να βιώνουμε τη καλοσύνη. Υπάρχει μια αισθητή και ειδοποιός διαφορά μεταξύ της προσπάθειας για καλοσύνη και της έμφυτης καλοσύνης  και αυτή φαίνεται ξεκάθαρα στην ιστορία του Άντερσεν.  Μέχρι το τέλος του παραμυθιού είναι ξεκάθαρο ότι αυτό που έχει καταλάβει, φανταστεί και βιώσει το κοριτσάκι – πρωταγωνίστρια της ιστορίας, είναι πολύ πέρα από την «κατανόηση» των πλουσίων που  απλά την επόμενη μέρα αποδέχονται έστω και με τύψεις και δηλώνουν τον θάνατό της ως ένα λυπηρό γεγονός.

Δεν είναι τυχαίο πως το  παραμύθι ανοίγει με μια ζοφερή νότα, όπως παρουσιάζεται από τον  συγγραφέα το σκηνικό του καιρού/φύσης για να συμπληρώνει τη διάθεση της ιστορίας. Η τακτική αυτή είναι γνωστή ως αξιολύπητη πλάνη στη λογοτεχνία ( λογοτεχνικός όρος για την απόδοση του ανθρώπινου συναισθήματος και της συμπεριφοράς σε πράγματα που βρίσκονται στη φύση και όχι ανθρώπινα). Βλέπουμε τη χρήση αυτής της λογοτεχνικής τεχνικής ακριβώς στην αρχή του παραμυθιού:

«Έκανε τσουχτερό κρύο, χιόνι έπεφτε και το σκοτάδι μάζευε, γιατί ήταν το τελευταίο βράδυ της παλιάς χρονιάς. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς.»





Με άλλα λόγια, από τις πρώτες προτάσεις ο συγγραφέας δίνει το μήνυμα. Η χρονιά πλησιάζει στο τέλος της, δηλαδή πεθαίνει. Αυτό ακριβώς πρέπει να  έχουμε κατά νου κατά την ανάλυση του θανάτου του μικρού κοριτσιού. Ο θάνατος της ημέρας προαναγγέλλει και τον θάνατο της χρονιάς. Αυτή η περιγραφή του σκηνικού στην πρώτη γραμμή της ιστορίας προμηνύει και τον θάνατο του μικρού κοριτσιού.

Αμέσως μετά τη σκοτεινή αρχή ο Άντερσεν μας δίνει ως αντίθεση μια λαμπρή οπτική εικόνα, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα βάσανα του φτωχού κοριτσιού του οποίου τα πόδια είναι «κόκκινα και μπλε από το κρύο» και που σέρνεται, τρέμει από τη παγωνιά και την πείνα και έχει γίνει μια «εικόνα δυστυχίας».

Ο Δανός παραμυθάς ήταν ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος άνθρωπος και καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του έγραψε πολλά για την παιδική κακοποίηση που είχε γίνει κοινωνικό πρόβλημα. Ακολουθώντας τα βήματα του διάσημου Άγγλου μυθιστοριογράφου Κάρολου Ντίκενς, τον οποίο θαύμαζε, πρόβαλε στα έργα του τις δυσκολίες της ζωής τόσο εξαιτίας της φτώχειας, όσο και εξαιτίας της Βιομηχανικής Επανάστασης που είχε αλλάξει άρδην τις μέχρι τότε αγροτικές κοινωνίες. Στα παραμύθια του οι κυριότεροι ήρωες του είναι φτωχοί και αδικημένοι άνθρωποι, που όμως έχουν ασυνήθιστα ψυχικά χαρίσματα, ευγένεια, ταλέντο και μεγαλοψυχία, στοιχεία που χαρακτήριζαν και τον ίδιο. Γι΄αυτό καταφέρνει να κάνει τον ακροατή/αναγώστη να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές και να βιώσει το δράμα τους.


Στο παραμύθι, το κοριτσάκι φοβάται να πάει σπίτι καθώς δεν κατάφερε να πουλήσει τα σπίρτα και ξέρει ότι σίγουρα θα την ξυλοκοπήσει ο πατέρας της. Η βεβαιότητα για τον φόβο της έχει μεγάλη σημασία καθώς αποκαλύπτει ότι ο ξυλοδαρμός από τον πατέρα της είναι ένα επαναλαμβανόμενο κομμάτι της παιδικής της ηλικίας. Ο Άντερσεν μας δίνει επίσης να καταλάβουμε τη φτώχεια κάτω από την οποία ζειη μικρούλα,  όταν μας λένε ότι το σπίτι της ήταν μια απλή παράγκα μέσα από την οποία ο αέρας σφύριζε ασταμάτητα και δεν ήταν ένα ασφαλές καταφύγιο. Γι΄αυτό το κορίτσι αποφασίζει να στριμωχτεί  σε μια γωνιά που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο σπίτια και να περάσει εκεί τη νύχτα.  


Βγάζει ένα σπίρτο και το ανάβει! Στην υπόλοιπη ιστορία εξελίσσεται πλέον η μαγική ιδιοφυΐα του Άντερσεν όπου αντιπαραθέτει τη φαντασία εναντίον της πραγματικότητας. Όσα φαντάζεται το κοριτσάκι για να ξεφύγει από τη σκληρή της πραγματικότητα είναι πολύ συγκινητικά. Κάποιος μπορεί επίσης να κατανοήσει τη σχέση μεταξύ φαντασίας, πραγματικότητας και μνήμης, αναλύοντας τις παραισθήσεις και τα οράματα που βλέπει ενώ ανάβει τα σπίρτα.

Αρχικά η μικρούλα, φαντάζεται μια μεγάλη σιδερένια σόμπα με ασημένια ορειχάλκινα πόμολα να καίει μπροστά της. Η πραγματικότητα του τρομερού κρύου την κάνει να φανταστεί μια πηγή ζεστασιάς: την αναμμένη σόμπα.

Ομοίως, όταν ανάβει το δεύτερο σπιρτόξυλο, βλέπει μια ψητή χήνα, μια πηγή τροφής που μπορεί να χορτάσει την πείνα της. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι η φαντασία της τη βοηθά να φέρνει στο νου της οράματα που θα μπορούσαν  να ικανοποιήσουν τις άμεσες ανάγκες της προκειμένου να καταπολεμήσει τη σκληρή πραγματικότητα στην οποία βρίσκεται.

Στο τρίτο σπίρτο, βρίσκεται να κάθεται κάτω από το πιο όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο, «πολύ πιο όμορφο από αυτό που είχε δει πέρυσι μέσα από τη γυάλινη πόρτα του σπιτιού ενός πλούσιου εμπόρου». Αυτό το όραμα του μικρού κοριτσιού δείχνει τη σχέση μεταξύ φαντασίας, μνήμης και επιθυμίας. Μας λέει πώς είχε δει ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο πριν ένα χρόνο και η μνήμη της  αναπαράγει την επιθυμία που λαχταρά με τη μορφή ενός πολύ πιο όμορφου χριστουγεννιάτικου δέντρου.

«Τα πολλά κεριά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά στον αέρα, και εκείνη είδε ότι είχαν μετατραπεί σε φωτεινά αστέρια. Ένα από αυτά έπεσε, σκεπάζοντας τον ουρανό με φως».

Αυτή η μαγική στιγμή χαρακτηρίζεται απότομα από μια έντονη ειρωνεία όταν το κορίτσι σκέφτεται πως « κάποιος πεθαίνει», διότι έτσι ήξερε από την αγαπημένη της γιαγιά.

Το τέταρτο σπίρτο δημιουργεί ένα όραμα για αυτό που είχε ως πολυτιμότερο στη ζωή της: τη γιαγιά της. Η όμορφη και ζωντανή γιαγιά παίρνει το κορίτσι στην αγκαλιά της και οι δυο τους πετούν προς τον ουρανό  σε έναν καλύτερο κόσμο χωρίς βάσανα και πόνο.

Άξιο προσοχής στην ιστορία του Άντερσεν είναι ότι η μικρούλα καίει όλα τα σπίρτα για να κρατήσει τη γιαγιά της. Δεν το έχει κάνει νωρίτερα για να διατηρήσει κανένα από τα προηγούμενα οράματα – ούτε για ζεστασιά (αν και κρυώνει υπερβολικά) ούτε για φαγητό (αν και πεθαίνει από την πείνα). Καίει όλα της τα σπίρτα γιατί αυτό που λαχταρά περισσότερο είναι η αγάπη, η φροντίδα και η συμπόνια όπως ενσαρκώνεται μέσα από το όραμα με την  αγαπημένη της γιαγιά.Τα σπίρτα αντιπροσωπεύουν ένα σύμβολο ελπίδας καθώς και της απελπισμένης θέλησης της για ζωή. Το κοριτσάκι μένει ζωντανό όσο καίει η μικρή φωτιά της ελπίδας και πεθαίνει όταν σβήσουν πλέον όλα τα σπίρτα της.




Όταν οι αχτίδες της επόμενης ημέρας, της Πρωτοχρονιάς, φωτίζουν και φτάνουν στο κορμάκι του άτυχου παιδιού, το κοριτσάκι πλέον έχει σβήσει όπως τα σπίρτα και όπως η παλιά χρονιά. Την ίδια ώρα όσοι βλέπουν το άψυχο σώμα της δηλώνουν πως άναψε τα σπίρτα προσπαθώντας να ζεσταθεί.

Αυτό είναι ένα καυστικό σχόλιο του Άντερσεν για την ψυχρή, ορθολογιστική, ουσιαστική στάση των ανθρώπων που κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, γιατί βλέπουν αυτό που βρίσκεται μπροστά τους, αλλά είναι τυφλοί σε αυτό που κρύβεται μέσα τους. Οι αδρανείς θεατές δεν είναι μόνο αγενείς, αλλά κυριολεκτικά και μεταφορικά ψυχροί και αμέτοχοι σε ό,τι συνέβη. Η ψυχρή, εκλογικευτική προσπάθειά τους να προσπαθούν να εξηγήσουν τον θάνατο του μικρού κοριτσιού είναι επίσης εντελώς λανθασμένη. Το κορίτσι στην πραγματικότητα δεν έκαψε τα κεριά της «προσπαθώντας να ζεσταθεί». Το έκανε για να κρατήσει τη γιαγιά της μαζί της έστω και για λίγο ακόμα.

Η τελευταία φράση της ιστορίας ξεσκεπάζει τη πεζή νοοτροπία τέτοιων ανθρώπων και διακηρύσσει ότι το κοριτσάκι παρά τη λύπη και τη δυστυχία  έχει νιώσει και έχει βιώσει πολύ μεγαλύτερα και βαθύτερα συναισθήματα  από ό,τι οι άνθρωποι μπορούν ποτέ να καταλάβουν:
«Αλλά κανείς δεν ήξερε τι όμορφα οράματα είχε δει και σε τι φλόγα δόξας είχε εισέλθει με την αγαπημένη γιαγιά της στην παραδεισένια χαρά της νέας χρονιάς».

Στο τέλος της ιστορίας, βλέπουμε ότι η συγκίνηση, η φαντασία και η εμπειρία του κοριτσιού είναι πολύ μεγαλύτερη από τη σκληρή πραγματικότητα στην οποία έχει υποβληθεί το σώμα της. Η ενσυναίσθητη απεικόνιση της κατάστασης του κοριτσιού, η σωματική και συναισθηματική κακοποίηση που πρέπει να υποστεί, ο ατυχής και πιθανώς ανατρέψιμος θάνατός της και η απόλυτη απάθεια με την οποία γίνεται  δεκτός από τους ανθρώπους μεταμορφώνουν αυτό το παραμύθι του Άντερσεν σε ένα αποτελεσματικό κοινωνικό μήνυμα.

Θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς ότι το κορίτσι πέθανε από το κρύο τόσο από σωματική όσο και από συναισθηματική άποψη. Πέθανε λόγω του κρύου καιρού καθώς και των κρύων καρδιών που αρνούνταν να αναγνωρίσουν την ανθρωπιά της.

Έκτοτε ελάχιστες παιδικές ιστορίες αφηγούνται με τέτοια αμεσότητα και τόσο πάθος το δράμα των φτωχών παιδιών και παρά το δυστυχισμένο τέλος, δίνουν ένα μάθημα ελπίδας ότι η λύτρωση μπορεί να έρθει μέσα από την καλοσύνη και την αγάπη. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες ιστορίες κι αν γραφτούν, μόνο το παραμύθι του Άντερσεν είναι αυτό που μας θυμίζει ότι ο στόχος κάθε νέας χρονιάς, είναι να παραμείνουμε άνθρωποι.


Πηγές:

«Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας- Η σκοτεινή όψη των παραμυθιών», Γιώτα Χουλιάρα, Άλλωστε Εκδόσεις, Σεπτέμβριος 2017

«Τα παραμύθια της ζωής μας», Μαρία Τατάρ (Μετάφραση: Κωνσταντίνος Σταμέλος), Νάρκισσος Εκδόσεις, Οκρώβριος 2005

"Hans Christian Andersen: The Little Match Girl". Hans Christian Andersen Center.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.