A Christmas Carol by drakxxx. |
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1939 το αμερικανικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο CBS, μετέδωσε για πρώτη φορά τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» του Κάρολου Ντίκενς. Η ραδιοφωνική εκπομπή Campbell Playhouse, παραμονή Χριστουγέννων για μία ώρα εξέπεμψε την ιστορία με αφηγητή τον Όρσον Γουέλς και στον εμβληματικό ρόλο του μεταμελημένου πρώην τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ, τον ηθοποιό Λάιονελ Μπάριμορ.Έτσι ξεκίνησε μια μακροχρόνια ετήσια παράδοση στην Αμερική και τη Βρετανία, όπου αρχικά μεταδιδόταν ραδιοφωνικά και έπειτα τηλεοπτικά η διασημότερη χριστουγεννιάτικη ιστορία.
Μπορεί τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» να στέλνουν μηνύματα χαράς, αγάπης και γενναιοδωρίας για όλους τους ανθρώπους, ωστόσο πηγή έμπνευσης της ιστορίας ήταν τα άσχημα παιδικά χρόνια του Βρετανού συγγραφέα και οι άθλιες συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπων στις εργατικές συνοικίες.
Η ζωή του Ντίκενς
Ο Κάρολος Ντίκενς γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας. Ο πατέρας του δούλευε στο Βρετανικό Ναυτικό, αλλά τα χρέη που συστηματικά δημιουργούσε χωρίς να ξεπληρώνει τον έστειλαν στην φυλακή. Ο Ντίκενς ήταν από τους λίγους τυχερούς που πήγαιναν σχολείο, όμως στα 12 έμεινε μόνος του στο Λονδίνο, και για να ζήσει, παράτησε το σχολείο και έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών κοντά στον ποταμό Τάμεση.
Όταν ο πατέρας του βγήκε από την φυλακή, αρνήθηκε να πάρει τον Ντίκενς πίσω στο σπίτι και ο Κάρολος πέρασε τα επόμενα χρόνια μέσα στην απόγνωση και τη μοναξιά, παρατηρώντας με τις ώρες τους ανθρώπους και τις καθημερινές συνήθειες τους.Αν και δεν κατάφερε να σπουδάσει, δούλεψε πολλά χρόνια σαν δημοσιογράφος και έγραψε πολλές νουβέλες.Κατάφερε να ξεφύγει από τη φτώχεια και τις κακουχίες και έγινε ένας από τους επιφανέστερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής.
Ακόμη και η βασίλισσα Βικτώρια, δήλωσε λάτρης των βιβλίων του Ντίκενς, που περιέγραψε με ακρίβεια και συναισθηματισμό τα βάσανα των περιθωριακών και πάμφτωχων κατοίκων της Αγγλίας. Μέχρι τον θανάτου του, από εγκεφαλικό στις 9 Ιουνίου του 1870, ο Ντίκενς είχε γράψει πάνω από 15 μυθιστορήματα, τα περισσότερα εμπνευσμένα από τις πικρές παιδικές του αναμνήσεις, έμεινε γνωστός για το χιούμορ και το συνδυασμό ρεαλιστικών και ρομαντικών καταστάσεων, παντρεύτηκε και χώρισε, απέκτησε 10 παιδιά και ταξίδεψε δύο φορές στην Αμερική.
«Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία»
Το 1843 ο Κάρολος Ντίκενς ταξίδεψε στο Μάντσεστερ. Η κοινωνική αδικία και η αδιαφορία της κυβέρνησης για τις λιγότερο προνομιούχες περιοχές της Αγγλίας εξόργισε τον Ντίκενς και σε μια παθιασμένη ομιλία του στις 5 Οκτώβρη του ίδιου έτους, προέτρεψε τους εργάτες του Μάντσεστερ να ενωθούν και να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους, που επιδεικτικά η κυβέρνηση αγνοούσε.Η τριήμερη διαμονή του στις εργοστασιακές συνοικίες του Μάντσεστερ μαζί με τις αναμνήσεις που είχε ο Ντίκενς από την παιδική του ηλικία, έγιναν η βάση για να γράψει το βιβλίο «A Christmas Carol» (Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα ή αλλιώς Χριστουγεννιάτικη Ιστορία).
Στην πρώιμη βικτωριανή περίοδο στη Βρετανία, ο εορτασμός των Χριστουγέννων βρισκόταν σε παρακμή. Οι μεσαιωνικές παραδόσεις των Χριστουγέννων, που συνδύαζαν την γέννηση του Ιησού με τις αρχαίες Ρωμαϊκές γιορτές Saturnalia και του γερμανικού χειμερινού εορτασμού του Yule, αντιμετωπίζονταν ως παγανιστικές και με αυξανόμενη καχυποψία από τους πουριτανούς. Οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι αν τα Χριστούγεννα εορτάζονταν με την καθολική συμμετοχή του πληθυσμού, οι λαϊκές τάξεις θα μεθούσαν και θα εκτραχύνονταν σεξουαλικά. Πέραν αυτών, η Βιομηχανική Επανάσταση, που βρισκόταν τότε σε πλήρη εξέλιξη, άφηνε πολύ λίγο χρόνο και καθόλου χρήματα στους εργάτες για τον εορτασμό των Χριστουγέννων. O πρίγκιπας Αλβέρτος ήταν αυτός που εισήγαγε το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου από την Γερμανία, όπως επίσης επέβαλε την αναβίωση των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών, αλλά και την ανταλλαγή Χριστουγεννιάτικων καρτών, αφού η πρώτη εμφανίστηκε στη βικτωριανή Βρετανία την δεκαετία του 1840.
Το αριστουργηματικό, όμως, έργο του Nτίκενς “A Christmas Carol» (1843) ήταν αυτό που αναζωογόνησε την Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, τόσο στη Βρετανία (και εν συνεχεία στην Ευρώπη) όσο και στην Αμερική. Ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο περιέγραψε τις γιορτές, ως μια περίοδο, δηλαδή, όπου όλοι είναι ευγενικοί, καλοί και φιλάνθρωποι και σκέφτονται τον διπλανό τους σαν τον εαυτό τους, ήταν αυτό που ζέστανε περισσότερο τις καρδιές των συμπατριωτών του και αποθέωσε το κείμενό του.
Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ είναι ένας τσιγκούνης (από αυτόν, άλλωστε, βαφτίστηκε ο Σκρουτζ του Ντίσνεϊ) και μίζερος γέρος, που δε νοιάζεται για κανέναν. Οι άνθρωποι γι` αυτόν υπάρχουν μόνο για να δουλεύουν και να του δίνουν χρήματα. Ιδιαιτέρως σιχαίνεται τα Χριστούγεννα, τα οποία θεωρεί πως απλώς τον μεγαλώνουν κατά ένα χρόνο χωρίς, όμως, να τον κάνουν ούτε κατά μια δεκάρα πλουσιότερο. Όμως, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1843, ο γερο-Σκρουτζ δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη από το φάντασμα του πρώην συνεργάτη του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, που είχε πεθάνει ακριβώς πριν από επτά χρόνια. Ο Μάρλεϊ υπήρξε και αυτός τσιγκούνης και μίζερος όπως ο Σκρουτζ, αλλά μετά θάνατον, υποφέρει από τις αμαρτίες του και θέλει να βοηθήσει τον Σκρουτζ, ώστε να μην έχει την ίδια κατάληξη.
Εξηγεί, λοιπόν, στον πρώην συνεργάτη του πως πρόκειται να τον επισκεφτούν τρία πνεύματα, των περασμένων (τον ταξιδεύει σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του στο παρελθόν), των τωρινών (του φανερώνει την πραγματική διάσταση της τωρινής του ζωής ) και των μελλοντικών Χριστουγέννων (τον βάζει να παρακολουθήσει το θάνατο ενός άνδρα, του ίδιου του εαυτού του). Αυτά τα τρία πνεύματα δείχνουν στον Σκρουτζ τα λάθη του κι ο ίδιος σταδιακά μετανοεί. Το πρωί των Χριστουγέννων στέλνει μια γαλοπούλα (ως τότε το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο πιάτο ήταν η ψητή χήνα) στον ταλαίπωρο και φτωχό υπάλληλό του Μπομπ Κράτσιτ, ενώ περνά τη γιορτινή ημέρα παρέα με τον ανιψιό του Φρεντ, τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή περιφρονούσε. Η καλοσύνη του Σκρουτζ συνεχίζεται και μετά τα Χριστούγεννα, αφού δίνει αύξηση στον Μπομπ και ορκίζεται να βοηθά την οικογένειά του, ιδίως τον μικρό γιο του Τιμ, που είναι κουτσός. Τελικά, ο Σκρουτζ μεταμορφώνεται στον μεγαλύτερο ευεργέτη της πόλης του και λυτρώνεται.
Πώς γράφτηκε η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία
Το φθινόπωρο του 1843, ο συγγραφέας και η σύζυγός του Kέιτ βρίσκονταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Περίμεναν το πέμπτο τους παιδί, ενώ έπρεπε να δίνουν χρήματα και για μια μεγάλη υποθήκη στο σπίτι τους. Ξεκίνησε να γράφει τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» τον Οκτώβριο, σταδιακά δέθηκε πολύ με τους χαρακτήρες της ιστορίας του, στο σημείο να κλαίει, να γελάει και να κλαίει ξανά, όπως έλεγε κι ο ίδιος, γράφοντάς την. Τελείωσε έξι εβδομάδες αργότερα. Πλήρωσε μόνος του τα έξοδα της έκδοσης του βιβλίου κι επέμεινε σε πολυτελές εξώφυλλο και εικονογράφηση, αλλά πούλησε το βιβλίο σε χαμηλή τιμή για να μπορούν όλοι να το αγοράσουν.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα του 1843, στις 19 Δεκεμβρίου κι έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία, αν και εξαιτίας του υψηλού κόστους της έκδοσης, τα έσοδα του συγγραφέα ήταν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα.Τις πρώτες πέντε μέρες κυκλοφορίας, το βιβλίο πούλησε πάνω από 6.000 αντίτυπα και αυτόματα μετατράπηκε σε μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Ο Ντίκενς πίστευε πως η κοινωνική αδικία και η κακομεταχείριση των παιδιών που προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, θα γίνονταν γνωστές μέσα από το βιβλίο του. Η ελπίδα του ήταν να κινητοποιήσει το κράτος και τους πολίτες και να βοηθηθούν όσοι είχαν προβλήματα επιβίωσης.
Η καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων στον Δυτικό Πολιτισμό
Τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» του Ντίκενς αναζωπύρωσαν τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Αγγλία. Όσο ο Ντίκενς έγραφε την νουβέλα, περιπλανιόταν για πολλές ώρες στις χριστουγεννιάτικες αγορές της Αγγλίας, αλλά και στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου. Με την πένα του κατάφερε να μεταφέρει το κλίμα των εορτών και σταδιακά να επαναφέρει στις μνήμες των ανθρώπων τη χαρά και τον ενθουσιασμό των Χριστουγέννων.Την εποχή που εκδόθηκε το μυθιστόρημα του Ντίκενς, τα Χριστούγεννα δεν γιορτάζονταν παραδοσιακά.
Τον 16ο αιώνα και με την Αγγλική Μεταρρύθμιση, ο εορτασμός των Χριστουγέννων διατηρήθηκε αλλά η ισχυρή πουριτανική και καλβινιστική νοοτροπία υποστήριξε ότι μόνο αυτά που ήταν γραμμένα στην Αγία Γραφή θεωρούνταν χριστιανικές γιορτές.
Τα Χριστούγεννα ήταν αποτέλεσμα του 4ου αιώνα, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος αντικατέστησε την παγανιστική εορτή της γέννησης του Ήλιου, με τη γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου.
Τελικά, μετά την αποκατάσταση του Αγγλικανισμού στην Βρετανία και την παρέμβαση του Καρόλου ΙΙ, τέλη του 17ου αιώνα, τα Χριστούγεννα αποκαταστάθηκαν. Ο Ντίκενς γράφοντας για στολισμένους δρόμους και χριστουγεννιάτικα δέντρα για γκι και δεντρολίβανα, βοήθησε στην καθιέρωση του εορταστικού κλίματος. Από τότε, το όνομα του συνδέθηκε για πάντα με τα Χριστούγεννα και το βιβλίο αποτέλεσε χριστουγεννιάτικη παράδοση για όλες τις επόμενες γενιές. Τόσο είχε ταυτιστεί ο συγγραφέας με το χριστουγεννιάτικο πνεύμα που όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του το 1870, λέγεται ότι ένα κοριτσάκι ρώτησε αν αυτό σήμαινε πως θα πεθάνει κι ο Αϊ Βασίλης. Σύμφωνα με τον βρετανό ιστορικό Ρόναλντ Χάττον, ο σύγχρονος εορτασμός των Χριστουγέννων είναι σε μεγάλος βαθμό αποτέλεσμα της επιρροής της νουβέλας (οικογενειακές συνάξεις εποχιακά φαγητά-η γνωστή σε όλους μας γαλοπούλα- και ποτά, χορός, παιχνίδι και εορταστική-πνευματική γενναιοδωρία) στην κοινωνία.
Γιατί μέσα απ΄αυτή τη νουβέλα η ζωή αντέγραψε την τέχνη…...
================================================
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο με μικρές παραλλαγές δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νοεμβρίου- Δεκεμβρίου 2015 του διμηνιαίου περιοδικού Κοινωνική Επιθεώρηση. Δημοσιεύεται επίσης στο βιβλίο «Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας».
Περισσότερα για τα Χριστουγεννιάτικα Παραμύθια μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας- Η σκοτεινή όψη των παραμυθιών που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άλλωστε.
=========================================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.