Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Δημοσιογράφος
Συγγραφέας του βιβλίου Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας
Οι αρχαίοι Έλληνες αγάπησαν πολύ το ρόδι και το αφιέρωσαν στη θεά Ήρα, προστάτιδα του γάμου. Βέβαια υπάρχει και ο μύθος που θέλει τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα, Αφροδίτη, να φυτεύει την πρώτη ροδιά και να προσφέρει στους αγαπημένους της ρόδια ως δώρα αγάπης. Η ροδιά συμπεριλαμβάνεται στα επτά είδη δένδρων που αναφέρονται στη Βίβλο και θεωρείται καρπός ιερός σε όλες τις κυρίαρχες θρησκείες.
Όπως είναι κατανοητό, το ρόδι αποτελούσε ισχυρό σύμβολο του πάθους και της γονιμότητας, της ζωής και της ευκαρπίας, ενώ η συνήθεια να σπάζουν οι νεόνυμφοι ένα ρόδι στο κατώφλι του σπιτιού τους φαίνεται ότι κρατάει από τα ομηρικά χρόνια.
Περισσότερο συνδέθηκε με το μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, καθώς ο θεός του Κάτω Κόσμου της πρόσφερε να φάει εφτά καρπούς και την έδεσε μαζί του με το ισχυρό δέσιμο που δημιουργεί το αρχετυπικό αυτό σύμβολο.
Στη συνέχεια το ρόδι ως σύμβολο συνδέθηκε με την καρποφορία της Γης και τον ερχομό της Άνοιξης καθώς το κόκκινο ζουμερό χρώμα του και οι πολλοί καρποί του κάτω από έναν μανδύα έδωσαν μια μυστικιστική χροιά στο φρούτο.
Στις μέρες μας, η παράδοση θέλει να σπάμε το ρόδι κάθε πρωτοχρονιά για να εξασφαλίσουμε πλούτο, ευεξία και ευημερία όλο το χρόνο.Η ιστορία και το έθιμο χάνονται στα βάθη του χρόνου και συνδέουν άρρηκτα το σήμερα με τις προσφορές του παρελθόντος αποδεικνύοντας ότι μπορούμε, αν ανατρέξουμε στις όμορφες παραδόσεις, να έχουμε μέλλον.
Ένα ακόμη αρχαίο ελληνικό έθιμο, είναι αυτό της βασιλόπιτας.Bασιλόπιτα ονομάζεται η πίτα που παρασκευάζεται σε ορισμένες χώρες από τους χριστιανούς παραμονές της Πρωτοχρονιάς και κόβεται (μοιράζεται) λίγο αφότου αλλάξει ο χρόνος.
Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πολύ παλαιό, προέρχεται από εκείνο το τελούμενο στην αρχαία ελληνική εορτή των «Κρονίων» (και αργότερα των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων») που παρέλαβαν οι Φράγκοι. Κρόνια ονομαζόταν μια αρχαία ελληνική εορτή προς τιμήν του Κρόνου.Σύμφωνα με τον Δημοσθένη γινόταν τη νύκτα της 12ης μέρας του Εκατομβαιώνος. Ανήμερα της γιορτής οι δούλοι είχαν αργία, μπορούσαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους αφέντες τους και γενικότερα είχαν περισσότερη ελευθερία μες στην πόλη, σε ανάμνηση της Χρυσής Εποχής του ανθρώπινου γένους, όταν δεν υπήρχε δουλεία και βαριές εργασίες.
Στην Αθήνα ο εορτασμός γινόταν προς τιμή του Κρόνου και της Ρέας και διαρκούσε μια ημέρα. Η ημέρα αυτή ήταν αργία, αφού οι δημόσιες εργασίες (ή οι δημόσιες υπηρεσίες όπως θα λέγαμε σήμερα) παρέμεναν κλειστές και η βουλή δεν συνεδρίαζε.
Στο Κρόνιον Ιερό, στον Ιλισό, κοντά στο Ναό του Ολυμπίου Διός, τελούνταν οι ευχαριστήριες θυσίες για το τέλος της συγκομιδής. Σύμφωνα με τον Φιλόχορο ο βωμός αυτός είχε χτιστεί από τον Κέκροπα, ο οποίος και όρισε ότι κάθε νοικοκυριό θα έπρεπε να προσφέρει θυσία στον Κρόνο στο τέλος της συγκομιδής των δημητριακών και των καρπών των δέντρων. Όρισε δε ότι, αυτή την ημέρα, οι δούλοι θα έπρεπε να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με το αφεντικό ως αποζημίωση για τον τόσο κόπο που έκαναν στην συγκομιδή της σοδειάς.
Η γιορτή δεν περιελάμβανε αιματηρές θυσίες, ούτε και την σφαγή ζώων. Γίνονταν όμως προσφορά άρτου και φρούτων. Είχε γενικά εξοχικό και αγροτικό χαρακτήρα. Ο Lucius Accius αναφέρει ότι γινόντουσαν στους αγρούς, ενώ ο Φολόχορος αναφέρει μόνο την εξοχή της Αττικής χωρίς ποτέ να αναφέρει την πόλη των Αθηνών.
Αργότερα, το αγροτικό στοιχείο της εορτής άρχισε να εκλείπει και τα Κρόνια θεωρούνταν γιορτή θορυβώδης και ημέρα ακολασιών, ιδιαίτερα από την υιοθέτηση της εορτής από τους Ρωμαίους ως Σατουρνάλια, προς τιμήν του ρωμαϊκού Σατούρνους. Η κακή τους φήμη επέζησε μέχρι τη βυζαντινή περίοδο: ο Νικήτας Χωνιάτης (1155-1217) παρομοιάζει τη συμπεριφορά και τις ερωτικές περιπέτειες του Ανδρόνικου του Κομνηνού με τις ακολασίες της γιορτής.
Από τον Μέγα Βασίλειο προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα και της ανακήρυξης ως «Βασιλιά της βραδιάς»* αυτού που το έβρισκε. Κατά την θρησκευτική λοιπόν παράδοση κάποτε στη Καισαρεία της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία που επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος ήλθε να τη καταλάβει ο Έπαρχος της Καππαδοκίας με πρόθεση να τη λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούσαν προκειμένου να τα παραδώσει ως "λύτρα" στον επερχόμενο κατακτητή. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ΄ άλλους) εκ θαύματος ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων απομάκρυνε τον στρατό του, ο Έπαρχος απάλλαξε την πόλη από επικείμενη καταστροφή. Προκειμένου όμως ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Το γεγονός αυτό απέληξε σε διπλή χαρά από της αποφυγής της καταστροφής της πόλης και συνεχίσθηκε η παράδοση αυτή κατά τη μνήμη της ημέρας του θανάτου του (εορτή του Αγίου και του Μεγάλου Βασιλείου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.